«Καλημέρα Βιετνάμ, αντίο Κίνα». Με αυτόν τον τίτλο, που αιφνιδιάζει και προκαλεί ετερόκλητους συνειρμούς άσχετους με το θέμα, η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ανακοίνωνε προσφάτως ως τετελεσμένο γεγονός ότι οι βιομηχανίες της Δύσης στρέφονται πλέον σε μικρότερες, ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας και γυρίζουν την πλάτη στην Κίνα.
Ισως ο καταλύτης που επιτάχυνε τη διαδικασία ήταν η πολιτική της μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό που εφάρμοσε τα τελευταία τρία χρόνια το Πεκίνο, κάνοντας κυριολεκτικά ασφυκτικό το έμφραγμα στην εφοδιαστική αλυσίδα. Προηγήθηκαν όμως παράγοντες μείζονος γεωπολιτικής σημασίας με κυριότερο τον εντεινόμενο ανταγωνισμό ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, ενώ αποδυναμώθηκαν τα οικονομικά κίνητρα καθώς αυξήθηκαν στην Κίνα οι μισθολογικές απαιτήσεις του πάλαι ποτέ φτηνού εργατικού δυναμικού της. Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας, ο μέσος μισθός στα κινεζικά εργοστάσια έχει διπλασιαστεί από το 2013 έως το 2021 και από 46.000 γουάν τον χρόνο, ποσό αντίστοιχο των 6.690 δολαρίων, έχει φτάσει στον ετήσιο μισθό των 92.000 γουάν, ποσό αντίστοιχο περίπου των 13.300 δολαρίων. Ετσι, οι δυτικές βιομηχανίες έχουν βρει εναλλακτικές σε μια σειρά οικονομιών στην Ασία, κάποιες από τις οποίες είχαν χαρακτηριστεί «ασιατικές τίγρεις» χάρη στη ραγδαία ανάπτυξη που σημείωναν τα πρώτα χρόνια της χιλιετίας προτού τις γονατίσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Από το Βιετνάμ, την Καμπότζη, την Ινδονησία και την Ταϊλάνδη μέχρι τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία εκτείνεται το νέο τοπίο στο οποίο βρίσκουν σήμερα οι εταιρείες των δυτικών οικονομιών όσα τους προσέφερε μέχρι προσφάτως η Κίνα: φτηνό εργατικό δυναμικό, μεγάλο παραγωγικό μηχανισμό και εκτεταμένη εφοδιαστική αλυσίδα. «Η Κίνα δεν είναι πλέον βιώσιμη ως εργοστάσιο του κόσμου», δήλωνε μέσα στην εβδομάδα ο Χιντέο Τανιμότο, πρόεδρος της ιαπωνικής βιομηχανίας ανταλλακτικών και εξαρτημάτων Kyocera, όταν μιλώντας στους Financial Times εξηγούσε τους λόγους που υπαγόρευσαν τη μεταφορά μονάδων παραγωγής της Kyocera στο Βιετνάμ και στην Ταϊλάνδη. Η εν λόγω βιομηχανία έχει 70% μερίδιο στην παγκόσμια αγορά κεραμικών εξαρτημάτων για την παραγωγή μικροεπεξεργαστών. Και σύμφωνα με τον πρόεδρό της, οι περιορισμοί που έχει επιβάλει στις εξαγωγές προς την Κίνα η κυβέρνηση Μπάιντεν ευθύνονται έως ένα βαθμό για το ότι η Kyocera προεξοφλεί μείωση των κερδών της κατά 31%. Είναι μία από τις βιομηχανίες που βρέθηκαν παγιδευμένες στη διελκυστίνδα ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και το 2019 αποφάσισε να μεταφέρει μεγάλο μέρος της παραγωγής της από την Κίνα στο Βιετνάμ, ώστε να αποφύγει τους δασμούς που ισχύουν από την κυβέρνηση Τραμπ.
Δεν είναι η μόνη. Σύμφωνα με την ιαπωνική εταιρεία συγκέντρωσης δεδομένων Teikoku Databank, στην τελευταία διετία ο αριθμός των ιαπωνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα μειώθηκε από 13.600 σε 12.700. Στα τέλη Ιανουαρίου διέρρευσε, άλλωστε, ότι η Sony σχεδιάζει να μεταφέρει από την Κίνα στην Ταϊλάνδη τη μονάδα της που παράγει κάμερες και η νοτιοκορεατική Samsung μείωσε κατά περισσότερο από τα 2/3 το προσωπικό που απασχολούσε στην Κίνα. Φημολογείται, άλλωστε, πως ο αμερικανικός κολοσσός των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η Dell, θα αποσύρει από την Κίνα σταδιακά μέχρι το 2024 την παραγωγή της σε μικροεπεξεργαστές.
Ρουμπίνα Σπαθή, Καθημερινή