*Του Λευτέρη Κρητικού (Οικονομολόγου - τέως υποδιοικητή του ΕΦΚΑ)
Οι πιέσεις που δέχτηκε η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/ECB) από τα στοιχεία για τον πληθωρισμό-ρεκόρ στην Ευρωζώνη (8,6% τον Ιούνιο), σε συνδυασμό με την εξαιρετικά επιθετική νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας της Αμερικής (FED), αλλά και τη συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση, οδήγησαν στην πρώτη αύξηση στο παρεμβατικό επιτόκιο τα τελευταία έντεκα χρόνια κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου.
Μάλιστα, επαληθεύτηκαν οι πιο ακραίες εκτιμήσεις που προέβλεπαν αύξηση κατά 0,5% (έναντι της αύξησης 0,25%, η οποία είχε σχεδόν προαναγγελθεί στην προηγούμενη συνεδρίαση της Τράπεζας).
Μετά τη συνεδρίαση, η Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ σηματοδότησε την ιστορική έναρξη της μάχης εναντίον του πληθωρισμού, εξαγγέλλοντας -εμμέσως πλην σαφώς- περαιτέρω σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής μέσω επιπλέον μελλοντικών αυξήσεων στο παρεμβατικό επιτόκιο της Τράπεζας.
Το «μονοπάτι της κανονικοποίησης» («normalization path»), όπως το χαρακτήρισε, θα ακολουθηθεί τουλάχιστον εωσότου αρχίσει να διαφαίνεται σοβαρά η προοπτική επιστροφής του Πληθωρισμού στα επίπεδα του 2% (τιμή-στόχος της Τράπεζας).
Συνεπώς, ο πόλεμος εναντίον του πληθωρισμού εκκίνησε επισήμως και για τις Νομισματικές Αρχές της Ευρώπης στις 21 Ιουλίου με την απόφαση για αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου κατά 0,5%.
Ήδη, πολλοί αναλυτές στοιχηματίζουν ότι οι αυξήσεις θα συνεχιστούν και το παρεμβατικό επιτόκιο θα κλιμακωθεί στο 1-1,5% έως το τέλος του 2022 και στο 2-2,5% στις αρχές του 2023.
Και το ερώτημα που πλανάται είναι εάν αυτός θα είναι ένας πόλεμος χωρίς θύματα.
Όσο κλισέ κι αν φαντάζει η ερώτηση, οφείλουμε να αρχίσουμε να προσεγγίζουμε ποσοτικά τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των αποφάσεων (υφιστάμενων και διαφαινόμενων) της ΕΚΤ στην καθημερινότητά μας προκειμένου να εκτιμήσουμε την απάντηση.
Πιο συγκεκριμένα, αν επικεντρώσουμε στην Ελλάδα, εξετάζοντας -για παράδειγμα- τον παρακάτω πίνακα με τις δανειοδοτήσεις των 4 Συστημικών Τραπεζών (όπως αυτές προκύπτουν από τις οικονομικές καταστάσεις του Α’ Τριμήνου 2022), εξάγονται κάποια πρώτα ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
Με υφιστάμενες δανειοδοτήσεις (χωρίς να υπολογίζονται άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία όπως leasing ή factoring, ως επίσης και μεταβιβασθέντα μη εξυπηρετούμενα δάνεια) των 4 Συστημικών Τραπεζών στα 147,230 δισεκατομμύρια ΕΥΡΩ, η αύξηση στο παρεμβατικό επιτόκιο κατά 0,5% που ήδη συντελέστηκε, αναμένεται (υπό την προϋπόθεση που έθεσε και η Κ. Λαγκαρντ, δηλαδή της αποτελεσματικής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην Πραγματική Οικονομία) να προκαλέσει ετήσια αύξηση του κόστους χρήματος στην Ελληνική Οικονομία κατά περίπου 740 εκατομμύρια ΕΥΡΩ.
Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις για περαιτέρω αύξηση στο παρεμβατικό επιτόκιο κατά 0,5-1,5% έως τις αρχές του 2023, η ετήσια αύξηση στο κόστος χρήματος για την Ελληνική Οικονομία αναμένεται να εκτιναχθεί από 1,4-2,9 δισεκατομμύρια ΕΥΡΩ.
Τα «θύματα» στον πόλεμο εναντίον του Πληθωρισμού είναι λοιπόν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που καλούνται να απορροφήσουν αυτές τις αυξήσεις στο κόστος του χρήματος.
Η πρόκληση τόσο για την Ελλάδα όσο και για τα υπόλοιπα κράτη τις Ευρωζώνης είναι να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής ώστε οι παρεμβάσεις της νομισματικής πολιτικής να μην επιτείνουν το πρόβλημα αντί να το λύσουν.
Βρισκόμαστε δηλαδή σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι όπου εάν η αύξηση αυτή του κόστους χρήματος δεν διοχετευθεί με κατάλληλο τρόπο στην Πραγματική Οικονομία, μπορεί να εμπεδώσει και να ενισχύσει τον Πληθωρισμό αντί να τον περιορίσει.
Γιατί, σε μια Οικονομία όπου ο κνούτος της ρωσικής απειλής για το ενεργειακό κόστος κροταλίζει άρρυθμα, εάν προσθέσουμε άναρχη αύξηση στο κόστος χρήματος στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετουσιωθεί σε απρογραμμάτιστη και απρόβλεπτη καταστροφή της Ζήτησης και άρα να μετατραπεί σε Ύφεση χωρίς την εξάλειψη του Πληθωρισμού, άλλως πώς, σε Στασιμοπληθωρισμό.
Η Ελλάδα επιδεικνύει ήδη αξιοσημείωτα αντανακλαστικά στον τομέα της εφαρμοζόμενης δημοσιονομικής πολιτικής, επιμερίζοντας με κοινωνικό ορθολογισμό τις εξωγενείς επιβαρύνσεις που δέχεται η Οικονομία μας και επιτρέποντας εν τέλει μια δικαιολογημένη αισιοδοξία για αποφυγή της ύφεσης (με παράλληλη τιθάσευση του Πληθωρισμού) σ’ ένα ιδιαιτέρως ζοφερό Ευρωπαϊκό κλίμα.
Αν αυτό θα είναι το βασικό σενάριο και για τα υπόλοιπα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης (όπως ισχυρίστηκε και η Κ. Λαγκάρντ στις δηλώσεις της) και ο πόλεμος εναντίον του Πληθωρισμού λήξει σύντομα και με περιορισμό «θυμάτων» ή εάν θα ζήσουμε μια παρατεταμένη Ύφεση (2-3 ετών) -που τελικά θα συμπαρασύρει και τη χώρα μας-, είναι κάτι που θα κριθεί στους επόμενους μήνες με βάση τη συνοχή, την ευελιξία, τη συνεργατικότητα και την αλληλεγγύη που θα επιδείξουν οι Νομισματικές και οι Δημοσιονομικές Αρχές.