Η αγορά εργασίας αλλάζει, γεγονός που προϋποθέτει νέα στρατηγική και προσαρμοστικότητα τόσο από τους εργαζομένους όσο και από τους εργοδότες. Καθημερινά πληθαίνουν οι εργοδότες που δηλώνουν πως δεν βρίσκουν εργαζομένους. Θέσεις εργασίας μένουν κενές για μήνες, την ίδια στιγμή που η επανατοποθέτηση όσων βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας απαιτεί αρκετό χρόνο, επιβεβαιώνοντας το χάσμα δεξιοτήτων στην αγορά. Ακόμη και μεταξύ των ήδη εργαζομένων, όλο και περισσότεροι δηλώνουν ότι βρίσκονται σε αναζήτηση άλλης εργασίας (6 στους 10, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Randstad), ενώ η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη μετά την πανδημία τούς ωθεί σε αλλαγές όσον αφορά την ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το φαινόμενο της έλλειψης εργαζομένων, κυρίως στη βιομηχανία, αλλά και σε άλλους κλάδους της οικονομίας, θα ενταθεί καθώς οι αναταράξεις και η αβεβαιότητα που προκαλεί η πανδημία συνεχίζονται. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα μεγάλης βιομηχανίας που δίνει 300 ευρώ μπόνους σε όποιο εργαζόμενό της προτείνει άτομο προς πρόσληψη, υπό την αίρεση ότι ύστερα από μια δοκιμαστική περίοδο έξι εβδομάδων ο προτεινόμενος θα προσληφθεί οριστικά.
Αλλος μεγάλος βιομηχανικός όμιλος, με παραγωγικές μονάδες στα Οινόφυτα, σύμφωνα με πληροφορίες της «Καθημερινής», εξετάζει το «μοντέλο Πεσινέ», δηλαδή ένα σχέδιο ανάπτυξης συγκροτήματος κατοικιών στην περιοχή. Τα σπίτια θα τα παρέχει έναντι χαμηλού ενοικίου στους εργαζομένους του, καθώς έχει διαπιστώσει ότι η απόσταση και η έλλειψη κατοικιών κοντά στον τόπο δουλειάς είναι ισχυρό αντικίνητρο για την προσέλκυση εργαζομένων. Κάτι τέτοιο είχε κάνει η «Πεσινέ» στη δεκαετία του ’60 στη Βοιωτία. Εφτιαξε έναν ολόκληρο οικισμό εκατοντάδων κτιρίων κοντά στη μονάδα παραγωγής αλουμινίου, σε μια περιοχή που πήρε την ονομασία Ασπρα Σπίτια εξαιτίας του χρώματος των κατοικιών.
Οπως αποτυπώνεται και στα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την απασχόληση, το διάστημα Απριλίου - Ιουνίου και ενώ ο δείκτης ανεργίας ακολουθούσε πτωτική πορεία, ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας, εξαιρουμένου του πρωτογενούς τομέα και των δραστηριοτήτων των νοικοκυριών, παρουσίαζε αύξηση σε ετήσια βάση της τάξεως του 117,8%, καθώς υπήρχαν 12.180 κενές θέσεις εργασίας, από 5.600.
Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, όμως στη χώρα μας λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις λόγω και των εγγενών παθογενειών, των χαμηλών μισθών, της σχεδόν απόλυτης εξάρτησης των δεικτών από την πορεία του τουρισμού, αλλά και της λειτουργίας της ελληνικής οικογένειας, που πολλές φορές δεν «αφήνει» τα παιδιά της να εργαστούν εκτιμώντας ότι οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί για το είδος και την ποιότητα της εργασίας που απαιτείται.
Ετσι, οι επιχειρήσεις δηλώνουν πως δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό όχι μόνο υψηλών προσόντων, αλλά και εξειδικευμένους τεχνίτες, όπως χειριστές μηχανημάτων, υδραυλικοί, οξυγονοκολλητές, ψυκτικοί κ.ά.
Ποιοι είναι περιζήτητοι
Οπως προκύπτει από την ποιοτική ανάλυση των στοιχείων του ΟΑΕΔ, έλλειψη παρατηρείται σε προγραμματιστές και μηχανικούς αλλά και σε υπαλλήλους εξυπηρέτησης πελατών, εργάτες του κατασκευαστικού κλάδου, εργάτες και τεχνίτες παραγωγής προϊόντων, τεχνίτες επισιτισμού (food and beverage), πωλητές, η λ εκ τ ρο συγκολλητές, εργάτες αποθήκης και logistics, υπαλλήλους security, φορτοεκφορτωτές, οδηγούς και διανομείς, χειριστές και βοηθούς χειριστών μηχανημάτων, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, ψυκτικούς, φανοποιούς, ταμίες, βοηθούς λογιστών, στελέχη προμηθειών, υπευθύνους ποιοτικού ελέγχου, τεχνολόγους τροφίμων, μάγειρες και αρτοποιούς - ζαχαροπλάστες κ.λπ. Οπως φαίνεται, οι κενές θέσεις που υπάρχουν και για τις οποίες οι εργοδότες δεν βρίσκουν προσωπικό δεν απαιτούν τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το βάρος του υπουργείου Εργασίας έχει πέσει στη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, καθώς διαπιστώνεται τεράστιο χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, και προωθεί σχέδιο νόμου με ριζικές αλλαγές στα προγράμματα κατάρτισης αλλά και τη διασύνδεση των επιδομάτων με αυτά.
Οπως χαρακτηριστικά τόνισε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤΤΕ) Γιάννης Στουρνάρας παρουσιάζοντας το βιβλίο των Κ. Αγραπιδά και Δ. Πανόπουλου «100+1 όροι τεχνολογικού μετασχηματισμού της νέας εποχής», στον σύγχρονο κόσμο της εργασίας, που χαρακτηρίζεται από διαρκείς αλλαγές, οι απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο πεδίο ειδίκευσης. Οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας χρειάζεται να συνδυάζουν την κύρια ειδικότητά τους με ευρύτερες γνώσεις και δεξιότητες, καθώς και με άλλες εξειδικεύσεις. Παράλληλα, και καθώς όσο πιο γρήγορα αλλάζει ο κόσμος τόσο μειώνεται ο χρόνος ζωής των δεξιοτήτων, επισήμανε ο κ. Στουρνάρας, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αναβαθμίζουν τις δεξιότητές τους και να επανειδικεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, ενώ θα πρέπει να μπορούν να προσαρμόζονται σε κάθε αλλαγή.
Ρούλα Σαλούρου (Καθημερινή)