Οι εικόνες βιβλικής καταστροφής από τους ισχυρούς σεισμούς στην Τουρκία και τη Συρία αποτελούν κυρίως ένα ανθρωπιστικό πλήγμα, αλλά έρχονται να υπενθυμίσουν και το μέγεθος της οικονομικής ζημίας που μπορεί να προκαλέσει ένα καταστροφικό γεγονός.
Η χώρα μας, παρά το γεγονός ότι κατατάσσεται μεταξύ των πιο σεισμογενών περιοχών της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου, είναι ανοχύρωτη έναντι κινδύνων, όπως οι σεισμοί και οι πλημμύρες, αλλά και γενικότερα έναντι των φυσικών καταστροφών που έχουν ενταθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής, όπως είναι οι πυρκαγιές και οι καύσωνες. Σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, παρά το πολύ υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα (φθάνει το 70%), οι ασφαλισμένες κατοικίες είναι περίπου 1 εκατ. και αντιπροσωπεύουν μόλις το 16% του συνολικού αριθμού των κτιρίων, που σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αριθμούν περί τα 6,5 εκατ. σε όλη τη χώρα. Πρόκειται για ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι το κράτοςμέλος με τις μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες ανά κάτοικο (σχεδόν τρεις φορές υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε.) σε κόστος καταστροφών που σχετίζονται με το κλίμα, γίνεται σαφές πόσο απροετοίμαστη είναι η χώρα μας απέναντι στον αυξανόμενο κίνδυνο των φυσικών καταστροφών. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι ζημιές από καύσωνες, πλημμύρες και καταιγίδες στοίχισαν το 2020 στη χώρα μας 91 ευρώ ανά κάτοικο, έναντι 27 ευρώ ανά κάτοικο στην Ε.Ε., με τη Γαλλία να ακολουθεί με 62 ευρώ και την Ιρλανδία με 42. Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που μαστίζονται κυρίως από καύσωνες ή πλημμύρες και οι οποίες έχουν καθιερώσει την υποχρεωτική ασφάλιση των κτιρίων τους (υποχρεωτικά συστήματα έχουν καθιερώσει η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, αλλά και η Ρουμανία), η Ελλάδα απέχει πολύ από το μοντέλο της υποχρεωτικής ασφάλισης, παρά το γεγονός ότι συγκεντρώνει όλους τους κινδύνους – και τον σεισμό που αποτελεί την πιο απρόβλεπτη απειλή.
Η αύξηση και η ένταση αυτών των φαινομένων έχουν μάλιστα οδηγήσει σε υπέρογκη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού για την κάλυψη των αποζημιώσεων, το ύψος των οποίων είναι δυσανάλογα μεγάλο με το κόστος που βαρύνει τις ασφαλιστικές εταιρείες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι ζημιές που δηλώνονται προς τις ασφαλιστικές εταιρείες αντιπροσωπεύουν μόλις το 15% των ζημιών που καταγράφουν οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς και ενδεικτική είναι η δήλωση που είχε κάνει στο πρόσφατο παρελθόν ο υπουργός Κλιματικής Αλλαγής Χρήστος Στυλιανίδης, ότι «η επιβάρυνση του κράτους για την κάλυψη του κόστους των αποζημιώσεων δύο καταστροφικών φαινομένων, όπως ήταν ο σεισμός στην Κρήτη το 2020 και οι πυρκαγιές στην Εύβοια το 2021, ανέρχεται στα 500 εκατ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 20% των ετήσιων εισπράξεων του ΕΝΦΙΑ».
Το χαμηλό ποσοστό ασφάλισης, όπως υπογραμμίζει ο πρόεδρος της ΕΑΕΕ Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, «δεν συμβαδίζει με την ένταση των φυσικών καταστροφών που εκδηλώνονται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, είτε λόγω της εκτεταμένης ξηρασίας και των πυρκαγιών είτε λόγω των έντονων βροχοπτώσεων και πλημμυρών είτε ακόμη και των σεισμών, λόγω της ιδιαίτερα σεισμογενούς θέσης της χώρας». Εχει αποδειχθεί ότι η εκ των υστέρων αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών μιας καταστροφής από το κράτος, όπως λειτουργεί σήμερα, δεν είναι επαρκής και ούτε αποτελεσματική τόσο για το ίδιο όσο και για τους πολίτες. Το ισχύον καθεστώς χαρακτηρίζεται από μερική κάλυψη, αβεβαιότητα ως προς το ύψος της αποζημίωσης υπό τη μορφή δωρεάν κρατικής αρωγής, μη προγραμματισμένη επιβάρυνση προϋπολογισμού, καθυστέρηση και μη δίκαιη κατανομή του κόστους στους πολίτες.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΑΕΕ, παρά το γεγονός ότι οι φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα (πλημμύρες και δασικές πυρκαγιές) έχουν σαφή τάση αύξησης στη συχνότητα εμφάνισης τα τελευταία χρόνια, με τις πλημμύρες να αποτελούν το συχνότερο φαινόμενο και να ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεων έναντι των ασφαλιστικών εταιρειών, τα συμβάντα από σεισμό παρουσιάζουν σταθερότητα ως προς τη συχνότητα εμφάνισής τους, απαριθμώντας κατά μέσον όρο ένα σοβαρό περιστατικό κάθε χρόνο. Σε όρους σφοδρότητας η δασική πυρκαγιά αποτελεί την αιτία με το πιο έντονο πλήγμα φυσικής καταστροφής και η μέση ζημιά από δασική πυρκαγιά είναι πολύ υψηλότερη από τις υπόλοιπες περιπτώσεις, αλλά αυτό, εκτός από τη σφοδρότητα του φαινομένου, οφείλεται και στο γεγονός ότι η χώρα μας δεν έχει βιώσει έναν ισχυρό σεισμό στα μεγάλα αστικά κέντρα τα τελευταία χρόνια και η εκδήλωση παρόμοιων φαινομένων εντοπίζεται κυρίως σε νησιωτικές περιοχές. Με βάση τα μοντέλα που υιοθετούν οι ασφαλιστικές εταιρείες, το ενδεχόμενο ενός μεγάλου σεισμού πιθανολογείται με... «βεβαιότητα» ανά 100 χρόνια και το ύψος των ζημιών υπολογίζεται στο δυσθεώρητο ύψος των 5,3 έως και 6,8 δισ. ευρώ.
Οπως επισημαίνει ο κ. Σαρρηγεωργίου, «το κόστος αυτών των καταστροφών, που μέχρι σήμερα καλύπτονται εν μέρει από το ίδιο το κράτος, θα μπορούσε να μεταφερθεί στην ασφαλιστική αγορά, αν η κυβέρνηση δώσει στους πολίτες κίνητρα να ασφαλίσουν τις κατοικίες τους, με το σχετικό ασφάλιστρο να εκπίπτει από τους φόρους». Οι περισσότερες χώρες, με βάση σχετική καταγραφή της Ενωσης με κάποια έκθεση σε φυσικές καταστροφές, ρυθμίζουν εκ των προτέρων τη χρηματοδότηση των ζημιών, διαθέτοντας ολοκληρωμένο σύστημα αντιμετώπισης και χρηματοδότησης των ζημιών από φυσικές καταστροφές. Αν και λειτουργούν πολλά διαφορετικά σχήματα σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ανά τον κόσμο, όλα αναδεικνύουν τους διακριτούς μεν, συμπληρωματικούς δε ρόλους κράτους και αγοράς.
«Επεκτείνοντας την κάλυψη από την ιδιωτική ασφάλιση για ακραία φυσικά φαινόμενα, θα μπορούσε να μειώσει την επιβάρυνση για το κράτος, ενισχύοντας την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα», επισημαίνει ο ΟΟΣΑ στην πρόσφατη οικονομική μελέτη του για την Ελλάδα, προτείνοντας τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής ασφάλισης όλων των κτιρίων ως μέσο προσαρμογής στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής.
Η ασφάλιση σεισμού είναι ιδιαίτερα οικονομική και σίγουρα προσιτή για τη συντριπτική πλειονότητα των ιδιοκτητών ακινήτων στη χώρα μας, σημειώνει στην «Κ» ο γενικός γραμματέας του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου, ασφαλιστικός πράκτορας Δημήτρης Γαβαλάκης, εξηγώντας ότι «για ένα σπίτι 25 ετών και 100 τετραγωνικών, το ετήσιο κόστος δεν ξεπερνάει τα 180 ευρώ. Το συγκεκριμένο κόστος αφορά ασφαλισμένο κεφάλαιο 130.000, θεωρώντας ότι το σημερινό κόστος ανακατασκευής ενός κτιρίου είναι 1.300 ευρώ ανά τετραγωνικό. Στη συγκεκριμένη τιμή περιλαμβάνεται και η κάλυψη πυρκαγιάς, μια και η παροχή σεισμού προσφέρεται υποχρεωτικά συνδυαζόμενη με την βασική κάλυψη πυρκαγιάς».
Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο λειτουργίας των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των διαδικασιών τιμολόγησης, είναι ξεκάθαρο, υπογραμμίζει ο κ. Γαβαλάκης, ότι «σε περίπτωση ασφάλισης αισθητά μεγαλύτερου μέρους των κατοικιών της χώρας μας και φυσικά σε περίπτωση καθολικής ασφάλισης, τα ασφάλιστρα θα έχουν αξιοσημείωτη μείωση». Επισημαίνει, τέλος, ότι «σήμερα ασφαλίζονται κατοικίες οι οποίες έχουν άδεια οικοδομής μετά το 1960 (έτος εφαρμογής του πρώτου αντισεισμικού κώδικα). Παλαιότερες κατοικίες μπορούν να ασφαλιστούν σε περίπτωση που έχει γίνει στατική μελέτη και έχουν γίνει ανάλογες παρεμβάσεις».
Ευγενία Τζώρτζη, Καθημερινή