Από υψηλή συγκέντρωση χαρακτηρίζεται ο κλάδος της εγχώριας παραγωγής ζυμαρικών, καθώς μόνο δύο εταιρείες, η Βarilla Hellas και η Μέλισσα Κίκιζας, με τη μονάδα παραγωγής της να βρίσκεται στη Λάρισα, κατέχουν περί το 80% της αγοράς ο τζίρος της οποίας αγγίζει τα 180 εκατ ευρώ.
Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ζυμαρικών, η Ελλάδα κατατάσσεται στην τέταρτη θέση της διεθνούς κατάταξης που αφορά την κατανάλωση ζυμαρικών μετά την Ιταλία, την Τυνησία και τη Βενεζουέλα. Συγκεκριμένα, η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ζυμαρικών στη χώρα υπολογίστηκε περίπου στα 11,1 κιλά/ άτομο.
Γενικότερα, τα ζυμαρικά θεωρούνται από τα πιο δημοφιλή προϊόντα διατροφής, τόσο σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όσο και σε περιόδους ευημερίας. Ο βασικότερος λόγος είναι η χαμηλή λιανική τιμή πώλησης, έναντι άλλων προϊόντων διατροφής. Ακόμη, η υψηλή διατροφική αξία και η συνεχής προσπάθεια των βιομηχανιών να αυξήσουν την προϊόντική τους βάση, προσφέρουν στους καταναλωτές μία πληθώρα επιλογών, με αποτέλεσμα να τα προτιμούν περισσότερο. Τέλος, ο εύκολος και γρήγορος τρόπος παρασκευής τους αποτελούν ένα επιπλέον κίνητρο για το καταναλωτικό κοινό να τα επιλέξει.
Για την αγορά των ζυμαρικών, τα οποία σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, έχουν γίνει βασικό αγαθό μαζί με το γάλα και το ψωμί, κονταροχτυπιούνται Μisko και Μέλισσα και με στόχο την κατάκτηση ολοένα και μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς – κατέχουν το 43,3% και 36% της αγοράς, αντίστοιχα.
Η Μέλισσα Κίκιζας γεννήθηκε το 1947 από το όραμα του Αλέξανδρου Κίκιζα να δημιουργήσει μια βιομηχανία τροφίμων, η οποία να αναδεικνύει τις πρώτες ύλες του τόπου μας μετατρέποντάς τις σε προϊόντα υψηλής ποιότητας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, τα ηνία της επιχείρησης ανέλαβε η σύζυγος του ιδρυτή Κωνσταντίνα και από το 1975 ο γιος του, Γεώργιος Κίκιζας. Σήμερα, 70 χρόνια μετά η τρίτη γενιά της οικογένειας ηγείται μιας από τις σημαντικότερες εταιρίες τροφίμων στην Ελλάδα.
Η βιομηχανία απορροφά ετησίως 100.000 τόνους από τα άριστης ποιότητας τοπικά σιτάρια, ενώ το καθετοποιημένο συγκρότημα μύλου και μακαρονοποιείου στη Λάρισα, παράγει ετησίως περισσότερους από 52.000 τόνους ζυμαρικών, καθιστώντας τη βιομηχανία τη μεγαλύτερη του κλάδου στα Βαλκάνια. Η εταιρία εξάγει τα προϊόντα της σε περισσότερες από 35 χώρες παγκοσμίως, με τις εξαγωγές να αντιπροσωπεύουν το 20% του τζίρου της. Η παρουσία της στην ευρωπαϊκή αγορά ισχυροποιείται με την ίδρυση της θυγατρικής εταιρίας Atlanta S.A. μέσω της οποίας εξάγει σειρά ελληνικών προϊόντων στην πολωνική αγορά, όπως για παράδειγμα ζυμαρικά, τοματικά, ελαιόλαδο, ελιές και χαλβά.
Έχει αναλάβει την τροφοδοσία ξενοδοχείων, εστιατορίων, ακτοπλοϊκών εταιριών, αεροπορικού catering, εταιριών οργάνωσης δεξιώσεων, νοσοκομείων, ιδρυμάτων, βιομηχανικού catering, σωφρονιστικών καταστημάτων αλλά και του ελληνικού Στρατού. Τέλος, η εταιρία έχει αναπτύξει μια σημαντική εμπορική δραστηριότητα, διαθέτοντας την αποκλειστική αντιπροσωπεία στην Ελλάδα δύο κορυφαίων πολυεθνικών εταιριών, της Heinz και της Del Monte.
Η δυναμική επέκταση της εταιρείας στο εξωτερικό ξεκίνησε το 1980. Μάλιστα επένδυσε στην αγορά της Πολωνίας εξαγοράζοντας την τοπική εμπορική εταιρία «ΑΤΛΑΝΤΑ», με έδρα τη Βαρσοβία και απασχολεί σήμερα 45 άτομα, καλύπτοντας γεωγραφικά όλη την Πολωνία.
Η εταιρία διαθέτει οργανωμένο τμήμα πωλήσεων, marketing και logistics και επισκέπτεται περισσότερα από 4.000 σημεία πώλησης, έχοντας κατακτήσει τη δεύτερη θέση στην αγορά των ζυμαρικών. Στην Πολωνία εξάγει επίσης τοματικά προϊόντα, ελληνικό ελαιόλαδο και ελιές, ενισχύοντας έτσι τις ελληνικές εξαγωγές.
Το 2017 ήταν μια ιδιαίτερα επιτυχημένη χρονιά για τον Όμιλο, παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον. Ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 65,3 εκατ ευρώ περίπου σημειώνοντας αύξηση 8,6%, λόγω κυρίως της αύξησης του όγκου πωλήσεων σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων στην Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά και της σημαντικής βελτίωσης της πορείας των θυγατρικών στο εξωτερικό.
Όσον αφορά τα καθαρά κέρδη ανήλθαν στα 4,5% έναντι 3,5 εκατ. ευρώ το 2016.
Η Misko, ο μεγαλύτερος παραγωγός ζυμαρικών στην Ελλάδα, ιδρύθηκε στον Πειραιά το 1927 και αποκτήθηκε από τη Barilla το 1991.
Το 2000 η Barilla Hellas δημιούργησε ένα νέο υπερσύγχρονο εργοστάσιο μεγάλης παραγωγικής δυνατότητας στη Θήβα,. Ήταν μία επένδυση ύψους 30 εκ. ευρώ, η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ στην Νοτιοανατολική Ευρώπη στην αγορά των ζυμαρικών.
Σήμερα η Barilla Hellas, εκτός από την Ελλάδα δραστηριοποιείται και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
O Όμιλος από το 2000 έχει επενδύσει στην Ελλάδα περισσότερα από 70 εκατ. ευρώ – κάθε τριετία επενδύει 5 εκατ. ευρώ ενώ ο τραπεζικός του δανεισμός είναι μηδενικός. Στην κορύφωση της κρίσης η Barilla Hellas δεν έκανε ή απολύσεις, ενώ το 20017 αύξησε τους εργαζομένους της, φτάνοντας τους 200.
Το 2017 ο κύκλος εργασιών της εταιρείας ζυμαρικών ανήλθε στα 72 εκατ. ευρώ έναντι 71,7 εκατ. ευρώ το 2016, ενώ ελαφρά πτώση στα 27,2 από 27,5 εκατ. ευρώ παρουσίασαν τα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας. Τα μικτά κέρδη της εταιρείας αυξήθηκαν στα 32,6 εκατ. ευρώ από 31,7 εκατ. ευρώ, καθώς το μικτό περιθώριο κέρδους ενισχύθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα στο 45,3%. Τα καθαρά κέρδη έκαναν «άλμα» 21% στα 7,5 εκατ. ευρώ.
Ενισχυμένα κατά το 2017 ήταν και τα μεγέθη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, που υπάγονται διοικητικά στην Barilla Hellas, με τον συνολικό κύκλο εργασιών να ξεπερνά πλέον τα 150 εκατ. ευρώ.
Ελένη Μπότα