Οι παλαιότεροι και σίγουρα όσοι ήταν παιδιά τη δεκαετία του ’80 σίγουρα έχουν παίξει με μια κούκλα Bibi-bo ή με την κούκλα Μάγια η Μέλισσα και τον φίλο της τον Βίλυ, και στον ύπνο κρατούσαν τον Αγκαλίτσα. Πρόκειται για μερικά από τα δημοφιλέστερα παιχνίδια τα οποία κατασκεύαζαν στην Ελλάδα δύο ελληνικές εταιρείες, η El Greco και η Lyra, οι οποίες έπαψαν να υπάρχουν στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ακόμη και αν η αφορμή για το γεγονός ότι πλέον δεν υπάρχουν ήταν διαφορετική, αμφότερες «έσβησαν» στην πραγματικότητα, καθώς από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε η αθρόα εισαγωγή φθηνών παιχνιδιών από την Κίνα. Μοιάζει με ειρωνεία, αλλά είναι αλήθεια: ιδρυτές της El Greco που διέθετε εργοστάσιο στη Γλυφάδα και τη Ζάκυνθο ήταν ο Γιώργος και η Φιφή Βακάκη, γονείς του Απόστολου Βακάκη, ιδιοκτήτη του ομίλου Jumbo, των καταστημάτων που κυρίως διαθέτουν προϊόντα τα οποία εισάγονται από την... Κίνα.
Αυτή δεν είναι η μοναδική ειρωνεία στην υπόθεση «ελληνικό παιχνίδι»: η Κίνα, απ’ όπου ξεκίνησε ο κορωνοϊός για να εξελιχθεί σε πανδημία, έδωσε σημαντική ώθηση στις εξαγωγές ελληνικών παιχνιδιών, κυρίως εντός των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο λόγος; Η σχέση ποιότητας / τιμής και η έγκαιρη παράδοση των παραγγελιών. Ας μην ξεχνάμε ότι ειδικά από το φθινόπωρο του 2020 και κυρίως το 2021 οι καθυστερήσεις στην αποστολή εμπορευμάτων από την Κίνα ήταν τεράστιες και τα ναύλα είχαν εξαπλασιασθεί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η αξία των εξαγωγών παιχνιδιών από την Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2020 σε 295,73 εκατ. ευρώ, για να αυξηθεί ακόμη περισσότερο το 2021 και να φθάσει τα 327,6 εκατ. ευρώ. Οι εξαγωγές ειδικά προς τις χώρεςμέλη της Ε.Ε. ήταν το 2020 228,40 εκατ. ευρώ και το 2021 272,96 εκατ. ευρώ. Για να αντιληφθεί κάποιος την αλλαγή που έχει επέλθει τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του 2010, αρκεί να πούμε ότι 22 χρόνια πριν, το 2000, η αξία των ελληνικών εξαγωγών παιχνιδιών ήταν μόλις 29,71 εκατ. ευρώ, με τις εισαγωγές να είναι σχεδόν οκταπλάσιες (248,84 εκατ. ευρώ). Αν και η Ελλάδα παραμένει ελλειμματική σε ό,τι αφορά τα παιχνίδια –το 2021 η αξία των εισαγωγών διαμορφώθηκε σε 468,31 εκατ. ευρώ–, το βέβαιο είναι ότι η «ψαλίδα» έχει κλείσει σημαντικά.
Και μπορεί η πανδημία να ήταν αυτή που έδωσε την ώθηση, όμως η επαναφορά του ελληνικού παιχνιδιού στις διεθνείς αγορές –αλλά και στην εγχώρια– ξεκίνησε, όπως συνέβη και με άλλες εταιρείες που αναζήτησαν έσοδα από τις πωλήσεις στο εξωτερικό, στα χρόνια των μνημονίων. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από το 2015 το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας (ΒΕΑ) είχε αναλάβει δράση σχετικά με την κατάρτιση του κανονισμού για την απονομή του Ελληνικού Σήματος στα παιχνίδια. Αν και το θέμα είχε ατονήσει και υπήρξε μια αναζωπύρωση των συζητήσεων το 2019, για να «παγώσει» στη συνέχεια λόγω πανδημίας, τους τελευταίους μήνες υπάρχει, σύμφωνα με πληροφορίες, σχετική κινητικότητα για το ζήτημα ανάμεσα στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, το ΒΕΑ και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιοτεχνών Παιδικών Παιχνιδιών και Αμαξών (ΣΕΒΠΠΑ). Σημαντικό ρόλο, επίσης, διαδραμάτισε το γεγονός της στροφής των καταναλωτών σε παιχνίδια κατασκευασμένα από ξύλο και ύφασμα, με λιγότερο πλαστικό.
Ευτυχώς, αρκετές ελληνικές εταιρείες κατασκευής παιχνιδιών δεν είχαν την τύχη της El Greco και της Lyra, αλλά συνέχισαν να σχεδιάζουν και να παράγουν παιχνίδια στην Ελλάδα, όπως η ΕΠΑ της οικογένειας Ακουαρόνε στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησε να κατασκευάζει παιχνίδια το 1930 από τα μολυβένια υλικά που περίσσευαν από το τυπογραφείο που διατηρούσε, η «Δεσύλλας», η «Ρεμούνδος» με δραστηριότητα από το 1948, η οποία ήταν η πρώτη που ασχολήθηκε αμιγώς με την παραγωγή επιτραπέζιων και εκπαιδευτικών παιχνιδιών, και αρκετές ακόμη. Σχεδόν όλες, βεβαίως, για να συνεχίσουν να λειτουργούν δραστηριοποιούνται παράλληλα στην εισαγωγή και την εμπορία παιχνιδιών.
Δήμητρα Μανιφάβα, Καθημερινή