Με... παλαιωµένη νοµοθεσία και µάλιστα ηλικίας 107 ετών καλούνται οι σύγχρονοι αποσταγµατοποιοί στην Ελλάδα να ανταγωνιστούν τους συναδέλφους τους στην Ευρώπη, σημειώνει η Καθημερινή στο ρεπορτάζ της Δήμητρας Μανιφάβα. Οχι όµως επί ίσοις όροις, καθώς η απαρχαιωµένη νοµοθεσία που διέπει εν πολλοίς ακόµη την παραγωγή αποσταγµάτων, µε διατάξεις που παραµένουν ίδιες ακόµη και από το 1917, όταν θεσπίστηκε ο νόµος 971 περί φορολογίας οινοπνεύµατος, καθιστά απαγορευτική την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέµενης αξίας που θα µπορούσαν να αποφέρουν περισσότερα έσοδα και κέρδη από πωλήσεις εντός και εκτός Ελλάδας.
O παραλογισµός
Στην εποχή λοιπόν της ψηφιοποίησης και της τεχνητής νοηµοσύνης, εάν ένας αποσταγµατοποιός θέλει να φτιάξει ένα τσίπουρο παλαίωσης 2 ετών θα πρέπει να ακολουθήσει την εξής διαδικασία: αφού παραγάγει το απόσταγµα για να το βάλει σε βαρέλι ή σε δεξαµενή θα πρέπει πρώτα να καλέσει τον αρµόδιο υπάλληλο από το Γενικό Χηµείο του Κράτους για να κλείσει ραντεβού. Οταν βρεθεί διαθέσιµο ραντεβού, θα πάει ο χηµικός στο αποστακτήριο, παρουσία του θα ζυγισθεί το απόσταγµα και τότε θα τοποθετηθεί σε βαρέλι ή δεξαµενή για την παλαίωση. Το δοχείο στο οποίο θα τοποθετηθεί το απόσταγµα πρέπει να σφραγιστεί µε... βουλοκέρι. Μάλιστα, σε πολύ µεγάλη εταιρεία του κλάδου, κατά τη διαδικασία αυτή παραλίγο να πιάσουν φωτιά οι εγκαταστάσεις, καθώς χρησιµοποιήθηκε καµινέτο. Ο αποσταγµατοποιός δεν µπορεί να αποσφραγίσει το δοχείο στη διάρκεια της διαδικασίας παλαίωσης για να ελέγξει την ποιότητα του προϊόντος, τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, τη γεύση, παρά µόνο όταν θα πρέπει να το εµφιαλώσει, µε την αποσφράγιση να γίνεται πάλι παρουσία αρµόδιου υπαλλήλου του ΓΧΚ. Με άλλα λόγια, εάν το απόσταγµα έχει µετατραπεί σε... ξίδι θα το µάθει, εν προκειµένω, έπειτα από δύο χρόνια.
Αυτό δεν είναι το µοναδικό πρόβληµα. Σύµφωνα µε τη νοµοθεσία, η οποία άλλαξε τελευταία φορά το 2001, χωρίς όµως να εκσυγχρονισθεί ιδιαιτέρως, µε διατάξεις του νόµου 971 του 1917 και Βασιλικού ∆ιατάγµατος του Φεβρουαρίου του 1939 να παραµένουν σε ισχύ, στα παραγόµενα αποστάγµατα αναγνωρίζεται φύρα µέχρι 2% για έλλειµµα προϊόντος που βεβαιώνεται µέσα στον µήνα που αυτά παρήχθησαν. Εφόσον τα αποστάγµατα αυτά τεθούν σε παλαίωση αναγνωρίζεται φύρα 0,50% κατά µήνα για τους επόµενους µήνες. Σε περίπτωση διαπίστωσης µεγαλύτερης φύρας, ακόµη και αν το δοχείο είναι σφραγισµένο και δεν έχει διαπιστωθεί διαρροή, ο αποσταγµατοποιός πληρώνει πρόστιµο για το προϊόν που λείπει ακόµη και αν πρόκειται για φυσική απώλεια.
Πολύ γνωστός αποσταγµατοποιός παρήγαγε παλαιωµένο τσίπουρο παλαίωσης ενός έτους. Η φύρα που διαπιστώθηκε ήταν 7,5%, ουσιαστικά εντός του ορίου που προβλέπεται σε 12 µήνες (2% +0,50% * 11 µήνες), αν και δεν είχε αποσφραγισθεί νωρίτερα το δοχείο ούτε διαπιστώθηκε διαρροή. Ωστόσο, του επιβλήθηκε πολύ υψηλό πρόστιµο διότι θα έπρεπε να βεβαιωθεί το 2% µετά τον πρώτο µήνα, κάτι που σηµαίνει ότι θα έπρεπε να αποσφραγισθεί το δοχείο. Το πρόστιµο µάλιστα υπολογίζεται µε βάση τη φορολογία για τα ποτά και όχι τη χαµηλότερη που ισχύει για το τσίπουρο. Ας σηµειωθεί ότι όταν φτιάχτηκε η νοµοθεσία, χρησιµοποιούνταν αποκλειστικά ξύλινα βαρέλια και όχι και ανοξείδωτες δεξαµενές, όπου ο βαθµός και ο χρόνος εµφάνισης φύρας είναι πολύ διαφορετικός.
Ας σηµειωθεί δε ότι µόνο εάν ακολουθηθεί η διαδικασία µε τη σφράγιση και την αποσφράγιση, µπορεί ένα απόσταγµα να φέρει την επισήµανση παλαιωµένο. Ενα ακόµη παράδοξο; Ο περιορισµός αυτός δεν υφίσταται εάν παρόµοια επισήµανση είναι σε άλλη γλώσσα, π.χ. «reserved».
Αν και ο όγκος των ελληνικών αποσταγµάτων που εξάγονται είναι διαχρονικά µεγαλύτερος από αυτόν των εισαγωγών αλκοολούχων ποτών, η αξία των ελληνικών εξαγωγών είναι πολύ χαµηλότερη, κάτι που οι αποσταγµατοποιοί αποδίδουν σε µεγάλο βαθµό στην ύπαρξη των προαναφερθέντων ρυθµιστικών εµποδίων. «Τα ελληνικά αποστάγµατα είναι φθηνά. ∆εν µπορούµε πρακτικά να προχωρήσουµε σε ευρεία παραγωγή και εξαγωγή παλαιωµένων αποσταγµάτων, προϊόντων δηλαδή υψηλής προστιθέµενης αξίας», τόνισε χαρακτηριστικά χθες ο κ. Χάρης Μαυράκης, πρόεδρος του Συνδέσµου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγµάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), στη διάρκεια της ανοιχτής συνεδρίασης της 29ης ετήσιας συνέλευσης του συνδέσµου. Το 2023 εξήχθησαν 36,2 εκατ. κιλά ελληνικών αλκοολούχων ποτών αξίας 106,1 εκατ. ευρώ και εισήχθησαν 30,8 εκατ. κιλά αλκοολούχων ποτών αξίας 215,4 εκατ. ευρώ. Οπως πρόσθεσε ο κ. Κώστας Ράπτης, µέλος του διοικητικού συµβουλίου του ΣΕΑΟΠ και πολύπειρο στέλεχος της ΜΕΤΑΧΑ, «είναι ελάχιστα τα παλαιωµένα αποστάγµατα που εξάγονται, µε το ποσοστό τους να µην µπορεί να υπολογισθεί καν και σε καµία περίπτωση δεν πρέπει να µας ικανοποιεί το γεγονός ότι η αξία των εξαγωγών ξεπέρασε τα 100 εκατ. ευρώ το 2023».
Ας σηµειωθεί ότι αυτή δεν είναι η µοναδική περίπτωση που εξαιτίας της αναχρονιστικής νοµοθεσίας δεν µπορεί να παραχθεί κάποιο ποτό στην Ελλάδα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια νόµος του 1922 απαγόρευε την παραγωγή µηλίτη από ελληνικές ζυθοποιίες, απαγόρευση που τελικά ήρθη µε τον νόµο 4474/2017.
thessaliaeconomy.gr (από το ρεπορτάζ της Δήμητρας Μανιφάβα, Καθημερινή)