Τα µέτρα στήριξης που εφάρµοσε η κυβέρνηση στη διάρκεια της πανδηµίας απέτρεψαν την κατάρρευση δεκάδων χιλιάδων µικρών επιχειρήσεων, αλλά η πρόκληση της επιβίωσής τους µεσοπρόθεσµα παραµένει, καθώς χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά χαµηλή ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα. Σύµφωνα µε ανάλυση της Alpha Bank, το 58% των ελληνικών µικροµεσαίων επιχειρήσεων είχε πρόσβαση σε κρατική ενίσχυση έναντι 33,6% κατά µέσον όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Μάλιστα, ένας στους τρεις µικροµεσαίους πήρε επιδότηση ή επιχορήγηση, δηλαδή ζεστό χρήµα, και ένα επίσης σηµαντικό τµήµα διευκολύνθηκε µε πιστώσεις και αναβολές πληρωµών.
Με τη στήριξη αυτή, η ελληνική επιχειρηµατικότητα εµφανίστηκε ανθεκτική πάρα την ένταση της διαταραχής που προκάλεσε η πανδηµία. Για παράδειγµα, το δεύτερο τρίµηνο του 2020, ο αριθµός των νέων επιχειρήσεων µειώθηκε κατά 26,2% σε σχέση µε το αντίστοιχο τρίµηνο του 2019, αλλά το τρίτο τρίµηνο αυξήθηκε κατά 18,6% σε ετήσια βάση. Συνολικά, το 2020 έκλεισαν 22,7% λιγότερες επιχειρήσεις σε σχέση µε το 2019. Αν και ο τζίρος τους µειώθηκε δραµατικά (π.χ. κατά 52% στα καταλύµατα και στην εστίαση), η απώλεια θέσεων εργασίας ήταν ηπιότερη (-10% στα καταλύµατα και στην εστίαση). Ωστόσο, όταν η πανδηµία ξεπεραστεί, η ελληνική µικροµεσαία επιχειρηµατικότητα θα βρεθεί αντιµέτωπη µε τη δοµική ανταγωνιστικότητά της. Η παραγωγικότητα σε όρους ακαθάριστης προστιθέµενης αξίας των πολύ µικρών επιχειρήσεων –µε λιγότερους από 10 απασχολουµένους– είναι µόλις 7.000 ευρώ ανά εργαζόµενο, έναντι 22.000 ευρώ στις υπόλοιπες µικροµεσαίες και 44.300 ευρώ στις µεγάλες επιχειρήσεις. Την ίδια στιγµή, αυτές οι χαµηλής ανταγωνιστικότητας επιχειρήσεις απασχολούν έναν στους δύο εργαζοµένους στην Ελλάδα έναντι µόλις 29% κατά µέσον όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, γεγονός που πρακτικά σηµαίνει ότι η πορεία τους επηρεάζει δραµατικά την προοπτική της ελληνικής οικονοµίας συνολικότερα.
Η αύξηση του µεγέθους των επιχειρήσεων και η αξιοποίηση των ευκαιριών που προσφέρει το Ταµείο Ανάκαµψης είναι υπό αυτή την έννοια ένα µεγάλο στοίχηµα. Οπως σηµειώνουν οι αναλυτές της Alpha Bank, το Ταµείο Ανάκαµψης «ειδικά για τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις περιλαµβάνει µία σειρά κινήτρων για την ανάπτυξη συνεργασιών, συγχωνεύσεων ή εξαγορών, µε σκοπό την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς τους, της βελτίωσης των παρεχόµενων προϊόντων και υπηρεσιών και κατ’ επέκταση της δηµιουργίας θέσεων εργασίας». Επιπροσθέτως, προβλέπει τη διενέργεια επενδύσεων µε σκοπό την αναβάθµιση του εξοπλισµού και των υποδοµών ειδικά στη µεταποίηση, τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας της λειτουργίας των µικροµεσαίων επιχειρήσεων (ενεργειακή αναβάθµιση κτιρίων, παραγωγικών διαδικασιών κ.λπ.) και τον ψηφιακό µετασχηµατισµό τους (ενσωµάτωση νέων τεχνολογιών ηλεκτρονικών πληρωµών, εργασίας από απόσταση, ψηφιακού γραφείου, digital marketplace, κυβερνοασφάλειας κ.λπ.). Τέλος, σύµφωνα µε το σχέδιο, θα δοθούν ειδικά φορολογικά κίνητρα µε σκοπό την ενίσχυση των πράσινων επενδύσεων, π.χ. σε εξοπλισµό σχετικό µε την προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή, την ανακύκλωση και επαναχρησιµοποίηση υλικών κ.λπ.
Επιπλέον, η αύξηση του µεγέθους των ΜµΕ θα τις καταστήσει κατάλληλες και επιλέξιµες για τραπεζικό δανεισµό, ώστε να χρηµατοδοτήσουν αναπτυξιακές επενδύσεις. Στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των αποθαρρηµένων επιχειρήσεων (επιχειρήσεις που δεν προχώρησαν σε αίτηση για δάνειο υπό τον φόβο της απόρριψης από τις τράπεζες) είναι υψηλό (Survey on the Access to Finance of Enterprises in the Euro area, October 2020 to March 2021), συγκριτικά µε άλλες χώρες, ωστόσο έχουν δηµιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες για αύξηση της τραπεζικής χρηµατοδότησης αξιόλογων επενδυτικών έργων που θα βοηθήσουν τις ΜµΕ να αναπτυχθούν µετά την πανδηµία.
Καθημερινή