Σε δεινή θέση βρίσκονται οι βιομηχανικές μονάδες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι οποίες εκτός της ακριβής ενέργειας, που καλούνται να πληρώνουν για τη λειτουργία τους, χρεώνονται και με υπερβολικά υψηλούς φόρους από τις εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίοι, ωστόσο, δεν τελούν υπό τον έλεγχο των Βρυξελλών. Σημειώνεται ότι στην Ε.Ε. οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος είναι από διπλάσιες έως και τριπλάσιες των αντίστοιχων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οπότε οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών, οι οποίες αναζητούν τρόπους για να βοηθήσουν τις βιομηχανίες που αντιμετωπίζουν προβλήματα στην Ευρώπη, θα πρέπει να εστιάσουν στους υψηλούς ενεργειακούς φόρους τους, όπως αναφέρει ο Λέοναρντ Μπίρνμπαουμ, πρόεδρος της Eurelectric, της ευρωπαϊκής κλαδικής ένωσης εταιρειών ηλεκτρικού ρεύματος. Οι εν λόγω φόροι θρυμματίζουν την ανταγωνιστικότητά τους. Από πλευράς της η Ευρωπαϊκή Ενωση καταρτίζει μια δέσμη μέτρων για τη στήριξη των βιομηχανιών, που αναμένεται στις αρχές του 2025.
Οι κολοσσοί της βιομηχανίας, που καλύπτουν μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων από τις αυτοκινητοβιομηχανίες έως τις κατασκευαστικές και τις χαλυβουργικές εταιρείες, προειδοποιούν ότι επίκειται κλείσιμο εργοστασίων και συνεπαγόμενη απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας. Επιπροσθέτως, ο Λέοναρντ Μπίρνμπαουμ υπογράμμισε ότι τα δεινά τα οποία μαστίζουν τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις της Γηραιάς Ηπείρου είναι πολλά, συμπεριλαμβανομένης μιας πιο κατακερματισμένης αγοράς από την αντίστοιχη της Κίνας, καθώς και της δύσκολης πρόσβασης σε πιστώσεις. Τόνισε, δε, ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, που επιδιώκουν να προσφέρουν γρήγορη ανακούφιση στις προαναφερθείσες επιχειρήσεις, θα πρέπει να εξαλείψουν παντελώς από τις τιμές της ενέργειας το οποιοδήποτε κόστος που δεν σχετίζεται με τη δομή του κλάδου. «Εκτιμάμε ότι τα κράτη χρειάζονται πάντα περισσότερα έσοδα, περισσότερα χρήματα, αλλά εάν πραγματικά οι κυβερνήσεις θέλουν να στηρίξουν τη μετάβαση στην εποχή της ηλεκτρικής ενέργειας δεν μπορούν, για παράδειγμα, να επιβάλουν υπερβολικά μεγάλη φορολογική επιβάρυνση για την ηλεκτρική ενέργεια σε σύγκριση με τη φορολογική επιβάρυνση για το φυσικό αέριο», υπογράμμισε ο Λέοναρντ Μπίρνμπαουμ, ο οποίος είναι και διευθύνων σύμβουλος της γερμανικής εταιρείας κοινής ωφελείας EON.
Μιλώντας στο ειδησεογραφικό δίκτυο του Reuters, ο κ. Μπίρνμπαουμ τόνισε τα εξής: «Εάν είμαστε σοβαροί ως Ευρωπαϊκή Ενωση για το κόστος της ανταγωνιστικότητας, εάν είμαστε σοβαροί για τον στόχο μας να μεταβούμε στην εποχή της ηλεκτρικής ενέργειας, εάν είμαστε σοβαροί ως προς τον στόχο μας να απαλλαγούμε από τις εκπομπές αερίων ρύπων του θερμοκηπίου, νομίζουμε ότι πρέπει να αναλάβουμε δράση στο ζήτημα της φορολογίας». Οι βιομηχανικοί όμιλοι στην Ευρωπαϊκή Ενωση πληρώνουν τιμές ηλεκτρικής ενέργειας 2-3 φορές υψηλότερες από αυτές στις ΗΠΑ. Οι φόροι αντιστοιχούσαν κατά μέσον όρο στο 23% της λιανικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας που πληρώνουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έντασης ενέργειας για τα δεδομένα του 2023, σύμφωνα με ανάλυση της δεξαμενής σκέψης Μπρίγκελ με έδρα τις Βρυξέλλες. Εντούτοις, σε πολλές περιπτώσεις οι φορολογικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από τις εθνικές κυβερνήσεις τελούν εκτός του πλαισίου ελέγχου της Ε.Ε. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. σχετικά με μια πρόταση για την αναθεώρηση των φορολογικών κανόνων της Ε.Ε. υπέρ καθαρότερων πηγών ενέργειας έχουν σταματήσει από το 2021. Πάντως, οι Βρυξέλλες ετοιμάζονται να δημοσιεύσουν σχέδιο για πιο προσιτές τιμές ενέργειας στις αρχές του επόμενου έτους. Ομως, με τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις να παραμένουν «παγωμένες» την τελευταία τριετία και σε συνδυασμό με μια πρόσφατη αλλαγή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Ε.Ε., την οποία ακόμη εξακολουθούν να εισάγουν οι εθνικές κυβερνήσεις, ορισμένοι διπλωμάτες θέτουν υπό αμφισβήτηση το τι επιπλέον μπορούν στο συγκεκριμένο πεδίο να προσφέρουν οι Βρυξέλλες.
Ανώτερος κρατικός αξιωματούχος από χώρα-μέλος της Ε.Ε. είπε ότι η μείωση των φόρων θα προσφέρει μόνο «περιορισμένη» βοήθεια και απαιτούνται ευρύτερα μέτρα για να βοηθηθούν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες, ώστε να είναι σε θέση να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά την Κίνα. Εφερε, δε, ως παράδειγμα ότι οι υφιστάμενοι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαιτούν δημόσιες προμήθειες για την αγορά τοπικών και πιο πράσινων προϊόντων. «Εχουμε εργαλεία εμπορικής πολιτικής, έχουμε εργαλεία πολιτικής ανταγωνισμού. Πρέπει να δούμε ένα ευρύτερο πλαίσιο», είπε ο ανώτερος αξιωματούχος. Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι σε επίπεδο τιμών ενέργειας στην αγορά χονδρικής της Γηραιάς Ηπείρου υπήρξε εκτίναξή τους τον Νοέμβριο στα υψηλότερα επίπεδά τους σε διάστημα 12 μηνών και πλέον, αν και παραμένουν πολύ κάτω από το ανώτατο όριο του 2022 μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη μείωση των εξαγωγών φυσικού αερίου της πρώτης με αποδέκτρια την Ε.Ε.
Καθημερινή