Διαφορετική προσέγγιση απέναντι στην τηλεργασία φαίνεται πως υιοθετούν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ. Η Γερμανία, λόγου χάριν, αγκαλιάζει σταδιακά τη νέα εργασιακή κουλτούρα που κέρδισε έδαφος μετά την πανδημία, την ώρα που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού οι τράπεζες κατά κύριο λόγο απαιτούν από το προσωπικό να επιστρέψει στο γραφείο.
Το γερμανικό ινστιτούτο οικονομικών ερευνών (Ifo) διαπιστώνει ότι η εργασία από το σπίτι παγιώνεται στη χώρα, τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς απασχόλησης, με τα στοιχεία να συνάδουν με τα δεδομένα των ετών μετά το lockdown. «Η αναλογία είναι σχεδόν σταθερή εδώ και δύο χρόνια. Η έννοια της εργασίας από το σπίτι εδραιώνεται σταθερά στη Γερμανία», τονίζει ο ειδικός του Ifo, Γιαν-βίκτορ Αλιπούρ. Το 24,1% του εργατικού δυναμικού της χώρας δούλεψε από το σπίτι, τουλάχιστον εν μέρει, τον Φεβρουάριο, με τον τομέα των υπηρεσιών ειδικότερα να έχει στραφεί μόνιμα στην τηλεργασία μετά την πανδημία. Η τάση είναι λιγότερο αισθητή στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως έδειξαν τα στοιχεία, με το 20,5% των υπαλλήλων τους να εργάζεται τακτικά από το σπίτι. Στις μεγάλες εταιρείες το ποσοστό ήταν 32,1% και υψηλότερο μεταξύ των εργαζομένων στις υπηρεσίες (34,1%). Στη βιομηχανία ήταν μόλις 16%, στο εμπόριο 12,2% και στον κατασκευαστικό κλάδο 5,4%. Ωστόσο, ακόμη και όταν η παρουσία στο γραφείο δεν είναι απολύτως απαραίτητη, μερικές φορές παραμένει επιθυμητή, επισημαίνει το ινστιτούτο. «Ο ισχυρότερος συντονισμός του γραφείου έχει σίγουρα νόημα για την ενίσχυση των προσωπικών συναλλαγών. Δεν αμφισβητείται ότι η εργασία από το γραφείο ενδείκνυται σε ορισμένους τομείς, όπως για παράδειγμα στη μεταφορά γνώσης», λέει ο Αλιπούρ.
Παράγοντες της αγοράς διαπιστώνουν χάσμα ανάμεσα στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ που απαιτούν από τους υπαλλήλους πενθήμερη παρουσία στο γραφείο και στους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους που εμφανίζονται πιο ευέλικτοι. Καθώς πολλοί εργαζόμενοι υιοθετούν πλέον υβριδικά πρότυπα εργασίας, οι τράπεζες και άλλες εταιρείες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών δίνουν μάχες με το προσωπικό το τελευταίο διάστημα, απειλώντας με πειθαρχικά μέτρα, γράφουν οι Financial Times. «Προς το παρόν, μόνον ο επικεφαλής της ομάδας πρέπει να πηγαίνει κανονικά στο γραφείο, αλλά το μήνυμα είναι ξεκάθαρο», δήλωσε ένας τραπεζίτης της JP Morgan στο Λονδίνο, η οποία ζήτησε από τους 2.000 διευθυντές της να προσέλθουν στο γραφείο με πλήρες ωράριο.
Σε μια άλλη προσέγγιση, η τράπεζα Natwest του Ηνωμένου Βασιλείου κάλεσε το προσωπικό να εμφανίζεται στο γραφείο μόνο δύο φορές τον μήνα, με το 95% να υιοθετεί μια υβριδική προσέγγιση και τους υπαλλήλους της να έρχονται στο γραφείο κατά μέσον όρο μία ή δύο φορές την εβδομάδα. Η αντίπαλη βρετανική τράπεζα Lloyds απαιτεί επίσης από το προσωπικό να δουλεύει από το γραφείο μόνο δύο φορές την εβδομάδα. Ερευνα της Scoop δείχνει ότι το 93% των βρετανικών χρηματοοικονομικών εταιρειών προσφέρει το εν λόγω προνόμιο, σε σύγκριση με το 87% των ομολόγων τους στις ΗΠΑ. Το 18% των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων παγκοσμίως προσφέρει πλήρη ευελιξία στον χώρο εργασίας (πέντε ημέρες την εβδομάδα από το σπίτι), το 50% προτείνει υβριδικές δομές και το 32% απαιτεί από το προσωπικό να προσέρχεται στο γραφείο κανονικά. Είναι γεγονός ότι οι υπάλληλοι σε αυστηρά ρυθμισμένους ρόλους, όπως οι συναλλαγές, εργάστηκαν από το γραφείο καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας και εξακολουθούν να έχουν μικρή ευελιξία. «Οι τράπεζες υποσχέθηκαν στους υπαλλήλους τους εργασία από το σπίτι και εκείνοι στη συνέχεια έκαναν σημαντικές αλλαγές στη ζωή τους. Τώρα είναι δύσκολο να αναιρέσουν αυτές τις υποσχέσεις», εξηγεί ο Μαρκ Μόρτενσεν από την επιχειρηματική σχολή Insead.
Η Bank of America τον Ιανουάριο έστειλε επιστολές στους υπαλλήλους της απειλώντας τους με πειθαρχικά μέτρα, έπειτα από παρόμοιες υπενθυμίσεις από την Goldman Sachs, την JP Morgan και την HSBC. Αλλα πιστωτικά ιδρύματα –συμπεριλαμβανομένης της BNP Paribas και της Citigroup– ενημέρωσαν το προσωπικό στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι παρακολουθούν τα δεδομένα πρόσβασης στα γραφεία, προειδοποιώντας με περικοπές στα μπόνους, ακόμη και με απολύσεις. Ο Μόρτενσεν, ο οποίος μελετά τις υβριδικές πολιτικές εργασίας εδώ και 20 χρόνια, είπε ότι οι απειλές ενδέχεται να έχουν καταστροφική επίδραση στις σχέσεις με το προσωπικό. «Αντί να στέλνουν απειλές και να παρακολουθούν το προσωπικό, οι διευθυντές πρέπει να σκεφτούν άλλους τρόπους για να ενθαρρύνουν τους εργαζομένους να επιστρέψουν στο γραφείο», λέει. Μια μελέτη στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες των ΗΠΑ από την Deloitte διαπίστωσε πέρυσι ότι τα 2/3 όσων εργάζονταν εξ αποστάσεως θα εγκατέλειπαν τη θέση τους εάν τους καλούσαν να επιστρέψουν στο γραφείο. Οι υπερβολικά αυστηρές πολιτικές επιστροφής στην εργασία θα μπορούσαν να μετατραπούν σε «πονοκέφαλο» για τις εταιρείες. «Η επιβολή πέντε ημερών την εβδομάδα στο γραφείο μπορεί να αποδειχθεί πολύ δαπανηρή. Για κάθε άτομο που παραιτείται, η πρόσληψη και η επανεκπαίδευση για την αντικατάστασή του κοστίζει περίπου το ήμισυ του ετήσιου μισθού του», συνοψίζει ο Νίκολας Μπλουμ, καθηγητής Οικονομικών στο Στάνφορντ.