Μειωμένος κατά 75,5 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα παραμένει ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός της χώρας, καθώς η ανάκαμψη των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια κάλυψε ένα μόνο μικρό μέρος του επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε, ιδίως στις κατοικίες. Αν εξαιρεθούν οι κατοικίες, η μείωση του παραγωγικού κεφαλαιουχικού εξοπλισμού έχει καλυφθεί σχεδόν κατά το ήμισυ και διαμορφώνεται στα 19 δισ. ευρώ.

Η Eurobank στο τελευταίο δελτίο της «7 Ημέρες Οικονομία» υπολόγισε ότι κατά τη 12ετία 2010-2021 οι επενδύσεις παγίων υπολείπονταν των αποσβέσεων, οδηγώντας σε συρρίκνωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού κατά 88,7 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές (87 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές ή 10,2% σε όρους ποσοστιαίας μεταβολής, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Αυτό είναι το επενδυτικό κενό στο οποίο γίνεται συχνά αναφορά.

Οπως αναφέρει η ανάλυση της τράπεζας (επικεφαλής οικονομολόγος Τάσος Αναστασάτος), τα τελευταία πέντε χρόνια οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα, ενισχυόμενες από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης: από 11% του ΑΕΠ το 2019 αυξήθηκαν σε 15,3% του ΑΕΠ το 2024. Το δε 2022 οι καθαρές επενδύσεις παγίων (επενδύσεις μείον αποσβέσεις) πέρασαν σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά από το 2009, ενώ το 2023 και το 2024 ενισχύθηκαν περαιτέρω. Συνεπώς, αναφέρει η ανάλυση, τα τρία τελευταία χρόνια το σύνολο του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε φάση σταδιακής ανάκαμψης, ποιοτικό χαρακτηριστικό που αναμένεται να συνεχιστεί το 2025 και το 2026, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ωστόσο η ανάλυση (συγγραφέας Στυλιανός Γώγος) σημειώνει ότι παραμένει μειωμένο κατά 75,5 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τα προ χρέους επίπεδα (ή 74,8 δισ. ευρώ ή -8,8% σε σταθερές τιμές).

Με άλλα λόγια, καλύφθηκαν μόνο 13,2 δισ. ευρώ από το κενό της κρίσης.

Ενα μεγάλο μέρος αυτού του κεφαλαίου που «χάθηκε» αφορά κατοικίες. Οπως εξηγεί το δελτίο της Eurobank, σύμφωνα με τους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων, είχαν μακράν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη συρρίκνωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού την περίοδο 20102021 (53,1 δισ. ευρώ). Αυτό το αποτέλεσμα αντανακλά, σύμφωνα με την ανάλυση, τη μεγάλη μείωση των επενδύσεων των νοικοκυριών σε κατοικίες και το υψηλό μερίδιο των κατοικιών στο σύνολο των επενδύσεων στην Ελλάδα πριν από την κρίση χρέους. Κατά τα λοιπά, ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, κατά κανόνα πιο παραγωγικές επενδύσεις, μειώθηκε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Eurobank κατά 27,4 δισ. και της γενικής κυβέρνησης κατά 9,9 δισ. ευρώ, ενώ στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις καταγράφηκε αύξηση του φυσικού κεφαλαίου κατά 1,8 δισ. ευρώ. Επομένως, εξαιρουμένων των νοικοκυριών και των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, η μείωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2010-2021 ήταν 37,3 δισ. ευρώ. «Αυτό το μέγεθος είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικό της συρρίκνωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, σε όρους απωλειών φυσικού κεφαλαίου τη 12ετία 2010-2021», αναφέρει η ανάλυση.

Εξετάζοντας το παραπάνω μέγεθος, δηλαδή εξαιρουμένων των νοικοκυριών και των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, η μείωση του φυσικού κεφαλαίου διαμορφώνεται σήμερα στα 19 δισ. ευρώ (12,1 δισ. ευρώ για τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και 7 δισ. ευρώ για τη γενική κυβέρνηση). Με άλλα λόγια, από τα 37,3 δισ. ευρώ της απώλειας λόγω κρίσης καλύφθηκαν τα 18,3 δισ. ευρώ, σχεδόν τα μισά.

Συνεπώς, καταλήγει η ανάλυση, για να ανακτηθεί ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, που συρρικνώθηκε στην κρίση χρέους, απαιτούνται καθαρές επενδύσεις παγίων (δηλαδή επιπλέον των αποσβέσεων) 19 δισ. ευρώ. Οι αναλυτές σημειώνουν ότι οι αποσβέσεις ήταν το 2024 12,3 δισ. ευρώ των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και 7,5 δισ. ευρώ της γενικής κυβέρνησης.

Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή