Η αποδυνάμωση της γερμανικής οικονομίας αποτελεί νέα πρόκληση για τις οικονομίες της κεντρικής Ευρώπης, που εξαρτώνται από τις εξαγωγές τους και αγωνίζονται ακόμη να ανακάμψουν από έναν επιθετικό πληθωρισμό, παρενέργεια της πανδημίας. Οι στενοί δεσμοί τους με τη Γερμανία και τις άλλοτε πανίσχυρες αυτοκινητοβιομηχανίες της υπήρξαν επί χρόνια παράγοντας ανάπτυξης για την ευρύτερη περιοχή μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος. Αυτοί οι ίδιοι στενοί δεσμοί, όμως, απειλούν τώρα να αποτελέσουν τροχοπέδη για τις οικονομίες Ουγγαρίας, Τσεχίας και Σλοβακίας. Ηδη ορισμένες επιχειρήσεις των χωρών αυτών επιχειρούν να απευθυνθούν σε άλλες αγορές και μετατρέπονται σε αμυντικές βιομηχανίες ή γενικώς στρέφουν την παραγωγή τους σε κάτι άλλο για να εξισορροπήσουν τον αντίκτυπο που έχει η αποδυνάμωση της μεγάλης γειτονικής χώρας, που οδεύει για ένα ακόμη έτος στα όρια της ύφεσης.
Η προσπάθειά τους αυτή, όμως, καταβάλλεται σε μια στιγμή μεγάλης γεωπολιτικής αβεβαιότητας εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, του πολέμου στη Μέση Ανατολή και του αυξανόμενου προστατευτισμού. Και παρά τη στροφή τους στον αμυντικό τομέα, οι παράγοντες αυτοί μπορεί να υπονομεύσουν τις προσπάθειες των επιχειρήσεων της περιοχής. Οπως τονίζει ο Ντον Χόλαντ, διευθυντής οικονομικών ερευνών στη Moody’s Analytics, «τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της περιοχής και η επίμονη υποχώρηση του τομέα των αυτοκινητοβιομηχανιών επιβαρύνουν με νέα οικονομικά προβλήματα την περιοχή της κεντροανατολικής Ευρώπης». Η ευρύτερη περιοχή γνώρισε εκτόξευση του πληθωρισμού, που έφθασε στο δυσθεώρητο ύψος του 25% στην Ουγγαρία πέρυσι και εξώθησε τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν το κόστος δανεισμού στο υψηλότερο επίπεδο που έχει σημειώσει εδώ και δύο δεκαετίες. Την ίδια στιγμή οι Τσέχοι υφίστανται τη μεγαλύτερη μείωση της πραγματικής αξίας του μισθού τους επί οκτώ συναπτά τρίμηνα. Σύμφωνα με την Bundesbank, το 2021 οι γερμανικές επιχειρήσεις είχαν ετήσιο κύκλο εργασιών στην κεντρική Ευρώπη κάπου 250 δισ. ευρώ, απασχολούσαν περίπου ένα εκατ. ανθρώπους άμεσα και πολλούς περισσότερους έμμεσα μέσω των προμηθευτών τους. Για την Τσεχία και την Ουγγαρία η Γερμανία αντιπροσωπεύει το 1/3 και το 1/4 των εξαγωγών τους αντιστοίχως, ενώ το ποσοστό για τη Σλοβακία ανέρχεται στο 1/5, σύμφωνα με υπολογισμούς της S&P Global.
Η Πολωνία είναι λιγότερο εκτεθειμένη εξαιτίας της ισχυρής και σαφώς διαφοροποιημένης οικονομίας της και τις εξαγωγές της που εξαρτώνται λιγότερο από τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας. Για τις περισσότερες από τις επιχειρήσεις που μίλησαν στο Reuters το καλύτερο που περιμένουν για φέτος είναι η στασιμότητα, ενώ μερικές δεν απέκλεισαν και τη μείωση των εσόδων τους και το ενδεχόμενο να καταφύγουν σε απολύσεις. Ενδεικτική περίπτωση η ουγγρική DGA Gepgyarto es Automatizalasi Kft, που κατασκευάζει εξαρτήματα από χάλυβα και μηχανολογικό εξοπλισμό και η οποία σχεδίαζε να αυξήσει την παραγωγή της κατά 50% με σκοπό να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση την τριετία από το 2023 έως και το 2025. «Η ζήτηση έχει εξανεμιστεί», υπογραμμίζει ο Τάμας Τρονάι, διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας holding που ελέγχει την DGA. Και πάλι, πάντως, η DGA προσβλέπει σε σημαντική ανάπτυξη, καθώς έχει στραφεί στην αμυντική βιομηχανία. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας, όχι απλώς αγωνίζονται να επιβιώσουν με μειωμένες πωλήσεις στις αγορές της Ευρώπης και των ΗΠΑ, αλλά αντιμετωπίζουν παράλληλα σειρά προβλημάτων, από τις υψηλές τιμές της ενέργειας μέχρι τη στροφή στην ηλεκτροκίνηση που τις προβληματίζει σχετικά με το μέλλον των οχημάτων εσωτερικής καύσης.
Η Ουγγαρία έχει επιτύχει να προσελκύσει επενδύσεις από την Κίνα στον τομέα των μπαταριών και των ηλεκτροκίνητων οχημάτων και να αποτελέσει το σημείο συνάντησης των επενδυτών από ανατολικές και δυτικές οικονομίες. Οπως επισημαίνει ο Ταμάς Μογκιορόζι, διευθυντής επιχειρηματικής ανάπτυξης στον όμιλο Alap, «έχει σημειωθεί πολύ μεγάλη πτώση της ζήτησης για αυτοκίνητα εξαιτίας του πληθωρισμού, των επιτοκίων και της οικονομικής αβεβαιότητας που έχει εξαφανίσει τους επίδοξους αγοραστές». Ο ίδιος σημειώνει πως η εταιρεία του, που παρέχει υπηρεσίες στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, της αεροδιαστημικής και των ηλεκτρονικών, προσπάθησε να αναπληρώσει την πτώση της ζήτησης από τις δυτικοευρωπαϊκές αγορές στρεφόμενη στην πελατεία της από την Ασία. Ο Οτο Ντάνεκ, αντιπρόεδρος της Ενωσης Τσέχων Εξαγωγέων, επισημαίνει πως ο τομέας έχει «παγώσει» από το δεύτερο εξάμηνο του 2023 εξαιτίας της ύφεσης στη Γερμανία.
Στο μεταξύ, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης προειδοποιούν πως το πρόβλημα θα δυσχεράνει περαιτέρω την προσπάθεια για μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που σύμφωνα με την S&P Global, παραμένουν «εξαιρετικά μεγάλα» στην ευρύτερη περιοχή. Οπως σχολιάζει η Κάρεν Βαρταπέτοφ, στέλεχος της S&P Global, «η παρατεταμένη αποδυνάμωση της γερμανικής οικονομίας είναι ένας από τους σημαντικότερους κινδύνους για τις οικονομίες της κεντρικής Ευρώπης».
Reuters - kathimerini