Aνιση μάχη σε σύγκριση με αυτήν που δίνουν οι ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη για να κρατήσουν την παραγωγή τους, που πλήττεται από τα αυξημένα κόστη της ενεργειακής μετάβασης και τον ανταγωνισμό τρίτων χωρών, καλούνται να δώσουν οι εγχώριες βιομηχανίες. Την ίδια στιγμή που άλλες χώρες της Ευρώπης, με προεξάρχουσες τη Γαλλία και τη Γερμανία, εφαρμόζουν στοχευμένα σχέδια για τη μείωση του ενεργειακού κόστους των βιομηχανικών τους επιχειρήσεων, η ελληνική βιομηχανία δείχνει να είναι αφημένη στην τύχη της.

Η Ελλάδα, με καθυστέρηση υιοθετεί μέτρα που έχει εγκρίνει η Κομισιόν σε κεντρικό επίπεδο για τη μείωση του ενεργειακού κόστους βιομηχανικών επιχειρήσεων, όπως η αντιστάθμιση και η μείωση του ΕΤΜΕΑΡ, και με ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση τα εφαρμόζει, ενώ σχεδιάζει «εργαλεία» μείωσης του ενεργειακού κόστους, που τα τορπιλίζει λίγους μήνες αργότερα, όπως τα περίφημα «πράσινα» PPAS και επιβαρύνει το κόστος ρεύματος και φυσικού αερίου με υπέρογκες αυξήσεις στα τέλη δικτύων, που εξανεμίζουν κατά το μεγαλύτερο μέρος το όφελος της αποκλιμάκωσης των τιμών της μεγαβατώρας.

Το 2024 ξεκίνησε με κακά νέα για τις βιομηχανίες που είναι εγκατεστημένες στη Θεσσαλονίκη και τη Θεσσαλία και λειτουργούν με φυσικό αέριο. Με απόφαση που πήρε η ολομέλεια της ΡΑΑΕΥ στις 29 Ιανουαρίου, τα τέλη χρήσης δικτύου για τις βιομηχανίες στις δύο αυτές περιοχές αυξάνονται από 31% έως 64% σε σχέση με το 2023.

Αυξήσεις

Oι αυξήσεις μάλιστα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες εάν η ΡΑΑΕΥ έκανε πλήρως αποδεκτό το αίτημα της ΔΕΔΑ για ενιαίο τιμολόγιο. Η ΔΕΔΑ, θα πρέπει να σημειωθεί, έχει απορροφήσει τις δύο άλλες θυγατρικές της ΔΕΠΑ Υποδομών (ΕΔΑ ΘΕΣΣ και ΕΔΑ Αττικής) στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης που εφάρμοσαν οι νέοι μέτοχοι της Ιtalgas, μετά την εξαγορά της εταιρείας. Η ΡΑΑΕΥ ενέκρινε τη σταδιακή μετάβαση σε ενιαίο τιμολόγιο, εγκρίνοντας διακριτά τιμολόγια ανά γεωγραφική περιοχή προκειμένου, όπως αναφέρει στην απόφασή της, να μην επιβαρυνθούν οι περιοχές της Θεσσαλίας και της Θεσσαλονίκης με αυξήσεις της τάξης του 30%. Η αναπροσαρμογή των τιμολογίων έφερε σημαντικά μικρότερες μειώσεις στα τέλη δικτύου σε Αττική (-6% συντελεστής δυναμικότητας και -37% συντελεστής ενέργειας), Στερεά Ελλάδα (-7% και -5% αντίστοιχα) και μεγαλύτερες στην Πελοπόννησο (-45% και -20%), περιοχή όμως που δεν συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό βιομηχανικών επιχειρήσεων. Η αναπροσαρμογή των τιμολογίων στηρίχθηκε στον συμψηφισμό της υπερανάκτησης εσόδων της ΕΔΑ ΘΕΣΣ με τις υποανακτήσεις προηγούμενων περιόδων του δικτύου της ΔΕΔΑ (προ συγχωνεύσεως).

Η απόφαση έχει προκαλέσει ήδη την αντίδραση της ΕΒΙΚΕΝ, η οποία με επιστολή της προς τη ΡΑΑΕΥ ζητάει την επανεξέτασή της, επισημαίνοντας ότι στις περιοχές Θεσσαλίας και Θεσσαλονίκης βρίσκονται εγκατεστημένες οι μεγάλες χαλυβουργίες της χώρας, η παραγωγή των οποίων έχει συρρικνωθεί σημαντικά το τελευταίο έτος.

Οι αναπροσαρμογές στα τέλη χρήσης δικτύου φυσικού αερίου για τη βιομηχανία έρχονται έπειτα από σημαντικές αυξήσεις στα τέλη χρήσης δικτύου μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, που εισπράττουν αντίστοιχα ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ. Από τον περασμένο Μάιο για το σύνολο των επιχειρήσεων μέσης και χαμηλής τάσης τα τέλη δικτύου διανομής υπερτριπλασιάστηκαν, καθώς η ΡΑΑΕΥ εφάρμοσε νέα μεθοδολογία υπολογισμού των χρεώσεων. Σύμφωνα με στοιχεία της EBIKEN (Ενωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας), με την παλαιά μέθοδο η χρέωση ισχύος ήταν 1,097 ευρώ/kw/μήνα και γίνεται 42 ευρώ/κva/έτος, που ισοδυναμεί με περίπου 3,5 ευρώ/ kw/μήνα. Αντιστοίχως, η χρέωση ενέργειας από 0,0028 ευρώ/ kwh διαμορφώνεται σε 0,00413 ευρώ/kwh.

Είχαν προηγηθεί έξι μήνες νωρίτερα αυξήσεις στα τέλη χρήσης συστήματος του ΑΔΜΗΕ. Συγκεκριμένα, για τις επιχειρήσεις υψηλής τάσης (ενεργοβόρες βιομηχανίες) η χρέωση συστήματος από 1,963 ευρώ/mwh το 2021 αναπροσαρμόστηκε σε 3,728 ευρώ/mwh και για τις επιχειρήσεις μέσης τάσης από 1,384 ευρώ/mwh σε 3,869 ευρώ/mwh.

Στο μεταξύ, σε αδιέξοδο βρίσκονται οι βιομηχανίες μέσης και υψηλής τάσης της χώρας και σε ό,τι αφορά την τιμή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Η έλλειψη ηλεκτρικού χώρου στο δίκτυο ανέτρεψε τον σχεδιασμό για υπογραφή μακροχρόνιων διμερών συμβολαίων (PPAS) με παραγωγούς ΑΠΕ και κατέστησε άκυρα στην πράξη υπογεγραμμένα συμβόλαια μεγάλων βιομηχανιών, όπως ο όμιλος Βιοχάλκο και οι τσιμεντοβιομηχανίες TΙΤΑΝ και ΑΓΕΤ με τη ΔΕΗ. Η διαδικασία αξιολόγησης φωτοβολταϊκών πάρκων που έχουν υπογράψει συμβάσεις με βιομηχανίες κατά προτεραιότητα, όπως είχε σχεδιαστεί έναν χρόνο νωρίτερα, σχεδόν «πάγωσε» τον περασμένο Οκτώβριο όταν εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι δεν επαρκεί ο ηλεκτρικός χώρος. Ο νέος σχεδιασμός του ΥΠΕΝ προσανατολίζεται στην υποχρεωτική προσθήκη μπαταρίας, κάτι που όμως αλλάζει τόσο τον χρόνο αποπεράτωσης των έργων όσο και το κόστος της επένδυσης, παράγοντες που οδηγούν σε αύξηση της τιμής προμήθειας για τις βιομηχανίες. Το ζήτημα αυτό τέθηκε την περασμένη εβδομάδα από τον επικεφαλής της τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ και πρόεδρο του ΣΕΒ Δημήτρη Παπαλεξόπουλο στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρο Σκυλακάκη.

Χρύσα Λιάγγου, Καθημερινή