O εκλογικός κίνδυνος είναι ίσως ο μεγαλύτερος για την πορεία της οικονομίας της χώρας το 2023, τη δημοσιονομική σταθερότητα και την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, σε μια χρονιά που οι αβεβαιότητες διεθνώς είναι ούτως η άλλως υψηλές. Η διατήρηση υψηλού πληθωρισμού, η πιθανή διολίσθηση μεγάλων οικονομιών σε ύφεση, η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και φυσικά η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία συνθέτουν ούτως ή άλλως ένα θολό τοπίο, αλλά η προσθήκη σ’ αυτό των εκλογών στην Ελλάδα ανεβάζει σημαντικά το επίπεδο ανησυχιών.
Προειδοποιητικό «καμπανάκι» χτύπησε πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, συνιστώντας προσοχή στα δημοσιονομικά ενόψει εκλογών, κάτι που εξέφραζε τον προβληματισμό πολλών. Οι μνήμες από τις προσπάθειες και τις θυσίες που απαίτησαν τα χρόνια των προγραμμάτων προσαρμογής είναι άλλωστε νωπές. Και ενώ είναι φυσικό, όπως λέει ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, να θέλουμε να ξεχάσουμε τις πρόσφατες περιπέτειες, είναι πιο χρήσιμο να αποτρέψουμε νέες.
Σε τι συνίσταται ο κίνδυνος: υπάρχει κατ’ αρχάς το θέμα των προεκλογικών παροχών, που ίσως απειλούν να εκτροχιάσουν τον προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση αρνείται ότι κάνει ή ότι θα κάνει παροχές και κινείται στη γραμμή ότι εφόσον υπάρχουν περιθώρια, λόγω υψηλότερης ανάπτυξης, αυτή «επιστρέφει ως μέρισμα σε όσους έχουν περισσότερο ανάγκη», όπως γράφει ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος σήμερα στην «Κ». Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης είχε μιλήσει για «αριστερούς του χαβιαριού» και «φιλελεύθερους πολυτελείας», απαντώντας στην κριτική που ασκήθηκε για το μέτρο του market pass, που θα μοιράσει από τον επόμενο μήνα 650 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των διυλιστηρίων του 2022 για την κάλυψη αγοραστικών αναγκών ευάλωτων νοικοκυριών.
Οι επικριτές σημείωναν ότι η χώρα έχει δώσει την τρίτη υψηλότερη στην Ε.Ε. στήριξη από τον προϋπολογισμό της για την ενεργειακή κρίση το 2022 –2,3% του ΑΕΠ– και την πρώτη, αν συνυπολογιστούν και τα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Δεδομένου ότι είναι ταυτόχρονα η πιο υπερχρεωμένη χώρα θα έπρεπε να είναι πιο συγκρατημένη και να αξιοποιήσει τον ενδεχόμενο δημοσιονομικό χώρο για να βελτιώσει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, υποστήριζαν πρόσφατα οικονομικοί παράγοντες στην Ελλάδα, αλλά και ευρωπαϊκοί κύκλοι. Ωστόσο, στο υπουργείο Οικονομικών επικαλούνται τα καλύτερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην ανάπτυξη και στον προϋπολογισμό του 2022, αλλά και την υποχώρηση των τιμών της ενέργειας φέτος, που εξασφαλίζουν περιθώρια για μέτρα στήριξης, χωρίς φόβο για εκτροπή.
Ακολουθεί το μεγάλο «αγκάθι» των πιθανών δυσκολιών σχηματισμού κυβέρνησης και το –λιγότερο πιθανό– σενάριο σχηματισμού μιας κυβέρνησης, που δεν θα κινηθεί στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας της οικονομίας και της δημοσιονομικής σταθερότητας. Αυτά είναι που κάνουν τους οίκους αξιολόγησης να αναβάλουν τη μεγάλη απόφαση για αναβάθμιση της χώρας για μετά τις εκλογές. Το «πάγωμα» του κρατικού μηχανισμού για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως είθισται στις ελληνικές εκλογές, μπορεί να καθυστερήσει τις διαδικασίες για επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και να κοστίσει κάποιες μονάδες του ΑΕΠ, με αντίστοιχη επιβράδυνση της αποκλιμάκωσης του χρέους και αστοχία στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Παναγιώτης Πετράκης επικαλείται προβλέψεις του ΕΚΠΑ, που βασίζονται στο μοντέλο της Oxford Economics και προβλέπουν ούτως ή άλλως πρωτογενές έλλειμμα 2,5% του ΑΕΠ το 2023, αν και ο ίδιος δηλώνει ότι δεν ανησυχεί γι’ αυτό, όσο για περαιτέρω επιδείνωση σε περίπτωση κλιμάκωσης της πολιτικής αντιπαράθεσης. «Είναι κρίσιμη η επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας από το σύνολο του πολιτικού κόσμου», επισημαίνει στο ίδιο πνεύμα και ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή