Mήνυµα συνέχισης της στήριξης της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απευθύνει ο επικεφαλής οικονοµολόγος της Φίλιπ Λέιν, µε δήλωσή του στην «Καθημερινή», διαβεβαιώνοντας ότι η Φρανκφούρτη είναι έτοιµη να χρησιµοποιήσει «ένα ευρύ φάσµα µέσων» για να αντιµετωπίσει τον κίνδυνο κατακερµατισµού, που θα µεταφραζόταν σε επώδυνα υψηλή για την Ελλάδα άνοδο των επιτοκίων δανεισµού της.
Επίσης ο κ. Λέιν, απαντώντας σε ερώτηση για τον πληθωρισµό στην Ευρωζώνη, προβλέπει µεν την επίδραση αντιπληθωριστικών παραγόντων το δεύτερο εξάµηνο, αλλά τονίζει ότι ο πόλεµος στην Ουκρανία αποτελεί βασική πηγή αβεβαιότητας. Τονίζει, δε, ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε «τυχόν ενδείξεις ισχυρότερων δευτερογενών επιδράσεων που µπορεί να επηρεάσουν τη δυναµική του πληθωρισµού το 2023-2024».
Η λήξη, στο τέλος Μαρτίου, του έκτακτου προγράµµατος παροχής ρευστότητας λόγω πανδηµίας (ΡΕΡΡ) προκάλεσε ανησυχία, καθώς η Ελλάδα είχε ενταχθεί κατ’ εξαίρεση σε αυτό, µε αποτέλεσµα να δανείζεται σε εξαιρετικά χαµηλά επιτόκια. Η ένταξή της στο συµβατικό πρόγραµµα παροχής ρευστότητας ΑΡΡ δεν κατέστη δυνατή λόγω έλλειψης επενδυτικής βαθµίδας. Η ΕΚΤ άπλωσε ένα δίχτυ προστασίας, τον περασµένο ∆εκέµβριο, µε την απόφασή της να πραγµατοποιούνται µε ευελιξία οι επανεπενδύσεις του ΡΕΡΡ, και στη συνέχεια αποφάσισε, τον περασµένο µήνα, να γίνονται δεκτά τα ελληνικά οµόλογα κατ’ εξαίρεση, ενώ δεν βρίσκονται σε επενδυτική βαθµίδα, ως εξασφαλίσεις (waiver).
Ωστόσο, η αλλαγή πολιτικής της ΕΚΤ, τον περασµένο µήνα, που αποφάσισε µείωση των αγορών οµολόγων στο πλαίσιο του ΑΡΡ, και προοιωνίζεται αύξηση των επιτοκίων από τη Φρανκφούρτη συντηρεί τον προβληµατισµό για ενδεχόµενη δυσανάλογη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων. ∆εν είναι τυχαίο ότι το επιτόκιο δανεισµού της χώρας, αν και σηµειώνει µια ελαφρά τάση υποχώρησης τις τελευταίες ηµέρες, βρίσκεται στο 2,6% για το δεκαετές – σε διπλάσιο επίπεδο σε σύγκριση µε τις αρχές του χρόνου και φυσικά πολύ υψηλότερο από το 0,6% του περασµένου Αυγούστου.
Οι χθεσινές δηλώσεις Λέιν στην «Καθημερινή», στο πλαίσιο της επίσκεψής του στην Αθήνα, όπου συναντήθηκε µε τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, επιβεβαιώνουν τη στάση στήριξης της ΕΚΤ.
«Πιστεύετε», ρωτήσαµε τον κ. Λέιν, «ότι η επανεπένδυση του χαρτοφυλακίου PEPP µετά το τέλος Μαρτίου, όπως αποφάσισε η ΕΚΤ, θα επαρκεί για να αποφευχθεί ο κίνδυνος κατακερµατισµού και ένα πολύ υψηλότερο κόστος δανεισµού που θα µπορούσε να πλήξει σοβαρά χώρες όπως η Ελλάδα;». Η απάντησή του καθησυχάζει ότι η ΕΚΤ θα κινηθεί µε ευελιξία για να αποφύγει κίνδυνο κατακερµατισµού.
«Το χαρτοφυλάκιο του PEPP», δήλωσε, «ανέρχεται περίπου σε 1,7 τρισ. ευρώ και η ευελιξία ως προς την επανεπένδυσή του παρέχει ισχυρή δύναµη πυρός. Η ΕΚΤ όµως είναι σαφής: είµαστε έτοιµοι να χρησιµοποιήσουµε ένα ευρύ φάσµα µέσων για να αντιµετωπίσουµε τον κατακερµατισµό. Εντός της εντολής που έχει ανατεθεί στο ∆ιοικητικό Συµβούλιο, υπό συνθήκες πίεσης, η ευελιξία θα συνεχίσει να αποτελεί στοιχείο της νοµισµατικής πολιτικής όποτε παράγοντες που απειλούν τη µετάδοση της νοµισµατικής πολιτικής διακυβεύουν την επίτευξη της σταθερότητας των τιµών».
Σχετικά µε τον πληθωρισµό, στο ερώτηµα αν η ΕΚΤ εξακολουθεί να προβλέπει χαµηλότερο επίπεδο το δεύτερο εξάµηνο του έτους και πού πιστεύει ότι θα διαµορφωθεί το 2023 και το 2024, απάντησε: «Τους προσεχείς µήνες, αυτές οι πολύ υψηλές τιµές της ενέργειας θα µετακυλισθούν στις τιµές λιανικής σε όλη την οικονοµία, καθώς όλοι οι τοµείς της οικονοµίας πρέπει να προσαρµοστούν στο υψηλότερο κόστος της ενέργειας. Οµως, οι υψηλές τιµές της ενέργειας µειώνουν µε επίπονο τρόπο και την αγοραστική δύναµη, οδηγώντας σε µείωση της κατανάλωσης και ενεργώντας ως αντιπληθωριστικός παράγοντας.
Γνωρίζουµε επίσης ότι καθώς η µεγάλη άνοδος των τιµών της ενέργειας ξεκίνησε το β΄ εξάµηνο του 2021, οι επιδράσεις της βάσης σύγκρισης θα συµβάλουν µε µηχανικό τρόπο στη µείωση των ρυθµών πληθωρισµού το β΄ εξάµηνο του 2022. Εννοείται ότι θα συνεχίσουµε να δίνουµε ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν ενδείξεις ισχυρότερων δευτερογενών επιδράσεων που µπορεί να επηρεάσουν τη δυναµική του πληθωρισµού το 2023-2024. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί εντέλει τη βασική πηγή αβεβαιότητας που περιβάλλει τις προοπτικές για τον πληθωρισµό σε ό,τι αφορά τόσο τις συνέπειες για περαιτέρω εξελίξεις στις τιµές της ενέργειας όσο και τη δυσµενή επίδραση του πολέµου στην εµπιστοσύνη των καταναλωτών και των επενδυτών».
Ειρήνη Χρυσολωρά Καθημερινή