Με υψηλότερο κόστος ενέργειας έως και 60% από τους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη επιβαρύνονται οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας που είναι εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό.
Ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία έχουν αξιοποιήσει τα περιθώρια του ευρωπαϊκού πλαισίου για να ενισχύσουν την παραγωγική τους βάση. Οι μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης αφενός επωφελούνται από τις πλήρως απελευθερωμένες αγορές ηλεκτρισμού που διαμορφώνουν ανταγωνιστικές τιμές ρεύματος και αφετέρου από τις κυβερνήσεις τους που στο πλαίσιο μιας συνολικότερης βιομηχανικής πολιτικής παρεμβαίνουν στο σκέλος των ρυθμιστικών χρεώσεων (τέλη, φόροι κλπ.) μειώνοντας σημαντικά το τελικό κόστος ενέργειας. Αυτό προκύπτει σαφώς από μελέτη της PWC για λογαριασμό του βελγικού ρυθμιστή ενέργειας (CREG) για την τιμολόγηση ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου σε μεγάλες βιομηχανίες στο Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία που παρουσιάζει σήμερα η «Κ».
Στρατηγική μειώσεων
H σύγκριση μεταξύ των παραπάνω χωρών για έξι βιομηχανικά προφίλ καταναλωτών τον Ιανουάριο του 2018 εξετάζει τρία στοιχεία του λογαριασμού ρεύματος και φυσικού αερίου: Ανταγωνιστικό κόστος, κόστος δικτύου και όλα τα άλλα κόστη (φόροι, εισφορές, τέλη κ.λπ.). Σε ό,τι αφορά την ηλεκτρική ενέργεια η μελέτη επισημαίνει ότι «υπάρχει μεγάλη πολυπλοκότητα τιμολόγησης ως συνέπεια της κυβερνητικής παρέμβασης που αποσκοπεί στη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για ορισμένες κατηγορίες μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών». Οι παρεμβάσεις αυτές γίνονται κυρίως στο σκέλος των χρεώσεων δικτύου και των φόρων και τελών.
Η Γερμανία για παράδειγμα έχει επιλέξει να στηρίξει τις πολύ μεγάλες βιομηχανίες της (κατανάλωση από 100 GWh έως 500 GWh ετησίως) παρέχοντάς τους μειώσεις στο κόστος δικτύου που φτάνει μέχρι και το 90% αλλά και εκπτώσεις στις χρεώσεις ΑΠΕ με ανώτατο όριο. Ετσι, η ενεργοβόρα βιομηχανία της Γερμανίας ξεκινώντας με τιμή στο ανταγωνιστικό σκέλος ρεύματος στα 31 ευρώ/ΜWh καταλήγει να πληρώνει τη μεγαβατώρα στα 37 ευρώ. Πολιτική μείωσης στα τέλη δικτύου μέχρι και 90% εφαρμόζει και η Γαλλία αλλά και η Ολλανδία διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό τιμή ρεύματος για την ενεργοβόρα βιομηχανία στα 42 ευρώ/ΜWh και 39,4 ευρώ/MWh αντίστοιχα. Η βιομηχανία του Βελγίου αντίθετα όπου οι χρεώσεις δικτύου είναι σχεδόν διπλάσιες της Γερμανίας και της Ολλανδίας και τα τέλη από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (7,1 ευρώ/MWh, όταν στην Ολλανδία είναι 0,5 και στη Γερμανία και στη Γαλλία 3,2) πληρώνει τη μεγαβατώρα στα 49,7 ευρώ, όταν η ανταγωνιστική τιμή διαμορφώνεται στα 38 ευρώ, επίπεδα αντίστοιχα σχεδόν με αυτά της Γαλλίας (38,2 ευρώ/ΜWh).
Η ελληνική ενεργοβόρος βιομηχανία είναι απολύτως εξαρτημένη από τη ΔΕΗ, αφού η εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού δεν έχει ακόμη εναρμονισθεί με το ευρωπαϊκό μοντέλο της πλήρους απελευθέρωσης, με αποτέλεσμα η τιμή στο ανταγωνιστικό σκέλος του λογαριασμού να διαμορφώνεται με βάση τα υψηλά λειτουργικά κόστη της ΔΕΗ. Παράλληλα, οι ρυθμιστικές χρεώσεις επιμερίζονται εις βάρος της βιομηχανίας αφού οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται κάθε φορά στη βάση του λιγότερου πολιτικού κόστους που υπαγορεύει την αποφυγή επιβαρύνσεων στους οικιακούς καταναλωτές.
Τον Ιανουάριο του 2018 μια αντίστοιχης κατανάλωσης εγχώρια βιομηχανία με αυτές που εξετάζει η μελέτη της PWC έπειτα από σειρά εκπτώσεων που παρείχε η ΔΕΗ με απόφαση γενικής συνέλευσης πλήρωνε το ανταγωνιστικό σκέλος του ρεύματος στα 54,6 ευρώ/ΜWh και τελική τιμή (τέλη, ΥΚΩ, ΕΦΚ κλπ.) στα 66 ευρώ/ΜWh. Στο δεύτερο εξάμηνο του έτους τα βιομηχανικά τιμολόγια έχουν αυξηθεί κατά 20% λόγω της σημαντικής αύξησης των εκπομπών CO2 με αποτέλεσμα η διαφορά της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της ελληνικής βιομηχανίας και των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της να ανέλθει στο 60%! Πέραν αυτού, οι 10 μεγάλες βιομηχανίες της χώρας που συνδέονται με την υψηλή τάση βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες επιβαρύνσεις κατά 20% από τον Φεβρουάριο του 2019 που λήγουν οι συμβάσεις που παρείχε η ΔΕΗ με απόφαση γενικής συνέλευσης.
Ο κίνδυνος
Η βιομηχανία μέσω της ΕΒΙΚΕΝ έχει θέσει το ζήτημα της παράτασης των συμβάσεων μέχρι το 2020 τόσο στη ΔΕΗ όσο και στην κυβέρνηση και αναμένει τις αποφάσεις της διυπουργικής επιτροπής εδώ και έξι μήνες. Το θέμα της τιμολόγησης της ενεργοβόρας βιομηχανίας έχει φέρει σε διάσταση τη διοίκηση της ΔΕΗ και τους συναρμόδιους υπουργούς, οι οποίοι αναγνωρίζοντας το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας αναζητούν λύση που να ικανοποιεί τον κλάδο. Η βιομηχανία πάντως έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, διαμηνύοντας στην κυβέρνηση ότι εάν δεν υπάρξει εντός του Δεκεμβρίου αποφασιστική παρέμβασή της η συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού της χώρας θα είναι μη αναστρέψιμη.
Χρύσα Λιάγγου (Καθημερινή)