H μεταφορά αγαθών από τον έναν τόπο στον άλλο, πρακτική που χρονολογείται στην αρχαιότητα, περνάει πλέον σε νέα εποχή, χάρη στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα SELIS (Shared European Logistics Intelligent Information Space). Πρόκειται για ερευνητικό έργο συνολικού προϋπολογισμού 17 εκατ. ευρώ, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2016 και μόλις ολοκληρώθηκε. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιτυχημένη έκβαση του εγχειρήματος, για την οποία κάνει αναλυτική μνεία και το περιοδικό Forbes, διαδραμάτισε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών (ΕΠΙΣΕΥ) της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ. «Εμείς ήμασταν οι υπεύθυνοι για τον συντονισμό και την υλοποίηση της τεχνικής πλατφόρμας του SELIS, που διευκολύνει την ανταλλαγή δεδομένων στις αγοραπωλησίες», εξηγεί στην «Κ» ο δρ Ιωάννης Κωνσταντίνου, μεταδιδάκτωρ ερευνητής στο εν λόγω εργαστήριο και τεχνικός υπεύθυνος της πλατφόρμας του έργου. Μέχρι σήμερα, όλες οι συνεννοήσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, εισαγωγέων και εξαγωγέων, γίνονται τηλεφωνικά, μέσω mail ή με τη βοήθεια excel.
«Ουσιαστικά, έως τώρα, ο κάθε συμμετέχων στην εφοδιαστική αλυσίδα διαθέτει το δικό του πληροφοριακό σύστημα, ενώ στο εξής θα γίνεται μοίρασμα των δεδομένων μέσω του SELIS, κάτι που θα συνεπάγεται σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας και πόρων» υπογραμμίζει ο δρ Κωνσταντίνου, που θα παρουσιάσει μαζί με την ομάδα του στις 10 Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες το τεχνικό κομμάτι του προγράμματος. Το εν λόγω έργο φέρει την ελληνική «σφραγίδα» όχι μόνον λόγω του ΕΜΠ, αλλά και του συντονιστή εταίρου, της Inlecom, που διαθέτει γραφεία σε Αθήνα, Βρυξέλλες και Λονδίνο, ο ιδρυτής της ωστόσο και πολλοί εκ των εργαζομένων είναι Ελληνες. «Το δικό μας σκέλος έχει πλέον ολοκληρωθεί, διατίθεται δε ως ανοικτό λογισμικό σε κάθε ενδιαφερόμενο», συμπληρώνει ο ίδιος, «προσφέρει στους χρήστες πρόβλεψη εκτιμώμενου χρόνου παράδοσης μέσω ειδικού αλγορίθμου, προτάσεις για τον ενδεδειγμένο συνδυασμό μέσων (multimodal transport)».
Η εικόνα τρένων που μεταφέρουν αγαθά σε έναν τόπο αλλά επιστρέφουν άδεια, ενδεικτική της κατασπατάλησης ενέργειας και πόρων, είναι κάτι που η Ε.Ε. αλλά και οι συνολικά 37 εταίροι του προγράμματος (ερευνητικοί φορείς, μικρομεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις) φιλοδοξούν να ανατρέψουν μειώνοντας το οικολογικό αποτύπωμα των μεταφορών. «Οι εταιρείες του χώρου μάς έδωσαν σημαντικά στοιχεία, ώστε να αντιληφθούμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος», επισημαίνει ο δρ Κωνσταντίνου, «ήταν και για εμάς μεγάλη πρόκληση να εμβαθύνουμε σε ένα τόσο χειροπιαστό αντικείμενο και να γνωρίσουμε τα προβλήματα της βιομηχανίας, να απομακρυνθούμε από την καθαρά ακαδημαϊκή σκέψη». Επιπλέον, το ευρωπαϊκό πρόγραμμα έδωσε τη δυνατότητα το 2016 στο ΕΜΠ να «κρατήσει» ορισμένους διδακτορικούς και μεταδιδακτορικούς φοιτητές στους κόλπους του, προσφέροντάς τους αμειβόμενη απασχόληση.
«Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας μπορούν πλέον να ανταλλάσσουν με ασφάλεια τα επιχειρησιακά τους δεδομένα, και έτσι, έχοντας πληρέστερη γνώση, να βελτιώνουν πολύ τους χρόνους παράδοσης, να διαχειρίζονται καλύτερα τα αποθέματά τους, να ελαχιστοποιούν το κόστος μεταφοράς, να μειώνουν τους ρύπους Cο2 κ.ά. Οι μεταφορές πλέον είναι σύνθετες, χρησιμοποιούνται δυναμικά όλα τα δυνατά μέσα (αεροπλάνα, πλοία, αυτοκίνητα, τρένα κ.λπ.)», σχολιάζει ο επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος, ο καθηγητής δρ Νεκτάριος Κοζύρης.
Ιωάννα Φωτιάδη Καθημερινή