Τις πρώτες επιπτώσεις της αυξηµένης αβεβαιότητας που υπάρχει στην οικονοµία αποτυπώνουν τα στοιχεία της ΤΤΕ για τις συνθήκες χρηµατοδότησης το προσεχές τρίµηνο, µε υποχώρηση της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια, λόγω επιδείνωσης της καταναλωτικής εµπιστοσύνης από την πλευρά των νοικοκυριών. Στον αντίποδα κινούνται οι διαπιστώσεις για τη ζήτηση από την πλευρά των επιχειρήσεων, που είναι αυξηµένη τόσο για επενδυτικά δάνεια όσο και για κεφάλαια κίνησης, συνέπεια κυρίως των αυξηµένων αναγκών για την κάλυψη του υψηλού λειτουργικού κόστους, αλλά και του παραγωγικού κενού των ελληνικών επιχειρήσεων.
Ισχυρές αντοχές
Οι αντίρροπες τάσεις στον τοµέα της χρηµατοδότησης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που καταγράφονται στα στοιχεία της έρευνας που πραγµατοποιεί κάθε τρίµηνο η ΤΤΕ για τις συνθήκες χρηµατοδότησης από τις τράπεζες, δείχνουν ωστόσο σηµάδια αντοχής της ελληνικής οικονοµίας, καθώς σε αντίθεση µε τα αντίστοιχα ευρήµατα της ΕΚΤ διαπιστώνεται ότι οι τράπεζες δεν έχουν αυστηροποιήσει τα πιστοδοτικά κριτήρια, τα οποία παραµένουν στη χώρα µας αµετάβλητα σε σχέση µε τα προηγούµενα τρίµηνα. Ανάλογη είναι η εικόνα που προκύπτει και από το ποσοστό απόρριψης αιτηµάτων για δανεισµό, που δεν έχει διαφοροποιηθεί ουσιαστικά σε σχέση µε προηγούµενα τρίµηνα, µε τις περισσότερες απορρίψεις δανείων να αφορούν καταναλωτικά και στεγαστικά, ενώ λιγοστά ήταν τα ποσοστά απόρριψης για τα επιχειρηµατικά δάνεια.
Αντίθετα, στην Ευρωζώνη η επιδείνωση των οικονοµικών συνθηκών λόγω και της ανόδου των επιτοκίων είναι περισσότερο εµφανής στις τραπεζικές πιστώσεις, καθώς, όπως παρατηρεί η ΕΚΤ, οι εντεινόµενοι φόβοι για ύφεση και η φθίνουσα ανοχή των τραπεζών σε κινδύνους είχαν σηµαντικό αντίκτυπο στα πιστοδοτικά κριτήρια για τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις, που αυστηροποιήθηκαν, προλειαίνοντας το έδαφος της επερχόµενης ύφεσης.
Να σηµειωθεί ότι η µείωση της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια αποτελεί φαινόµενο που παρατηρείται σε όλη την Ευρωζώνη και καθοδηγείται από την άνοδο του πληθωρισµού και των επιτοκίων, που ασκεί πιέσεις στο διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών επηρεάζοντας τις αποφάσεις για την αγορά κατοικίας, σε αντίθεση µε τις επιχειρήσεις για τις οποίες η άνοδος του κόστους λειτουργίας δηµιουργεί αυξηµένες ανάγκες για κεφάλαια κίνησης. Οι εκτιµήσεις της ΤΤΕ για συνέχιση της πιστωτικής επέκτασης στη χώρα µας το τελευταίο τρίµηνο του έτους συµβαδίζουν µε τα στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα στη Βουλή ο πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών και πρόεδρος της Alpha Bank Βασίλης Ράπανος, βάσει των οποίων οι τραπεζικές χορηγήσεις –χωρίς να συµπεριλαµβάνονται οι αποπληρωµές δανείων– ανήλθαν το 8µηνο σε 17,5 δισ. ευρώ και θα ξεπεράσουν τα 20 δισ. ευρώ το 2022. Ολες οι εκτιµήσεις συγκλίνουν ότι κινητήριος δύναµη για την πιστωτική επέκταση αλλά και την ανάπτυξη της οικονοµίας τα επόµενο τρίµηνο αποτελεί η επιχειρηµατική πίστη στην οποία έχουν ρίξει το βάρος της προσπάθειας όλες οι τράπεζες.
Το Ταµείο Ανάκαµψης
«Η συνολική ζήτηση δανείων από τις µικροµεσαίες, αλλά και από τις µεγάλες επιχειρήσεις, αναµένεται να αυξηθεί περαιτέρω», διαπιστώνει η ΤΤΕ και προς την κατεύθυνση αυτή συµβάλλει η ενεργοποίηση του Ταµείου Ανάκαµψης (ΤΑΑ), που δηµιουργεί ευνοϊκές συνθήκες και κινητοποιεί τις επενδυτικές πρωτοβουλίες τόσο από τις µεγάλες όσο και από τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις, που συµµετέχουν ενεργά στην αυξηµένη ζήτηση, αξιοποιώντας και τα ελκυστικά επιτόκια δανεισµού που εξακολουθεί να διασφαλίζει ο δανεισµός µέσω του ΤΑΑ, σε µια περίοδο αυξητικής τάσης του κόστους χρήµατος.
Η συγκράτηση του κόστους δανεισµού στο 0,35% για το σκέλος του δανείου που προέρχεται από τους πόρους του Ταµείου Ανάκαµψης για τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις, που ανακοίνωσε χθες το υπουργείο Οικονοµικών, αναµένεται να συντηρήσει τη ζήτηση το προσεχές τρίµηνο για τον βασικό κορµό των ελληνικών επιχειρήσεων. Σε ό,τι αφορά τις µεγάλες επιχειρήσεις, η άνοδος του επιτοκίου στο 1% για το σκέλος του δανείου από το ΤΑΑ συνιστά µια πρόσθετη επιβάρυνση, η οποία ωστόσο, όπως εκτιµούν αρµόδια τραπεζικά στελέχη, δεν θα ανακόψει την επενδυτική διάθεση που θα διατηρηθεί υψηλή λόγω του σηµαντικού παραγωγικού κενού στην ελληνική οικονοµία.
Η αύξηση επιτοκίων
Σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά, παρά τη δειλή ανάκαµψη της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια τους πρώτους µήνες του έτους, οι συνολικές χορηγήσεις δεν αναµένεται να ξεπεράσουν το 1-1,2 δισ. ευρώ για όλο το 2022, µέγεθος που παραµένει ασθενές για να κινητοποιήσει µια ουσιαστική πιστωτική επέκταση στη στεγαστική πίστη. Σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας για τα νοικοκυριά, που επηρεάζει τις αποφάσεις για την αγορά κατοικίας, όπως προκύπτει και από τις διαπιστώσεις της ΤΤΕ, αποτελεί το επίπεδο των επιτοκίων και η προοπτική περαιτέρω ανόδου σε συνδυασµό µε την αβεβαιότητα για την εξέλιξη του διαθέσιµου εισοδήµατος, λόγω του υψηλού πληθωρισµού. Η ανησυχία αυτή δεν έχει επηρεάσει προς το παρόν τη ζήτηση για καταναλωτικά δάνεια που είναι ανοδική, αλλά µε δεδοµένο ότι ξεκινάει από χαµηλή βάση δεν προεξοφλεί τη γενικότερη τάση της καταναλωτικής πίστης, που παραµένει ευµετάβλητη στις συνθήκες της οικονοµίας.
Ευγενία Τζώρτζη, Καθημερινή