Την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος θα προβλέπει το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα. Αυτές οι δαπάνες θα προσμετρούνται στο έλλειμμα, αλλά τυχόν υπέρβαση του ορίου λόγω αυτών δεν θα ενεργοποιεί τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από την Κομισιόν.
Κορυφαία μάχη για συμφωνία σε ένα νέο Σύμφωνο Σταθερότητας δίνεται σήμερα στη συνεδρίαση, με τηλεδιάσκεψη, των υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τα στρατόπεδα να χωρίζονται, παραδοσιακά, μεταξύ Βορρά και Νότου.
Η Ελλάδα, την οποία θα εκπροσωπήσει ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, συντάσσεται βεβαίως σε γενικές γραμμές με τις χώρες του Νότου, αλλά το σημαντικό είναι έχει μάλλον εξασφαλίσει, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, δύο ελαφρύνσεις, που ενισχύουν τα περιθώρια ευελιξίας της δημοσιονομικής της πολιτικής, δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο και απομακρύνοντας τον κίνδυνο παραβίασης των κανόνων του νέου Συμφώνου. Οι ειδικές αυτές ρυθμίσεις, τις οποίες είχε θέσει στο στάδιο αυτό της διαπραγμάτευσης ως προτεραιότητα η ελληνική πλευρά, αφορούν τα εξής:
1. Την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος. Ετσι, αν το έλλειμμα αγγίξει το όριο του 3% του ΑΕΠ, λόγω αμυντικών δαπανών, οι οποίες προβλέπονται υψηλές τα επόμενα χρόνια, η χώρα δεν θα κινδυνεύει να υπαχθεί στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. «Δώσαμε μεγάλη μάχη για να πετύχουμε αυτή την εξαίρεση και είμαστε κοντά στο να την πετύχουμε», είπε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στην ομιλία του στη Βουλή για τον προϋπολογισμό. Βεβαίως, αυτή τη στιγμή ο προϋπολογισμός απέχει από το όριο του 3% του ΑΕΠ (το έλλειμμα είναι 2,1% του ΑΕΠ φέτος και προβλέπεται να υποχωρήσει στο 1,1% του ΑΕΠ το 2024, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό 2024) και στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης τονίζουν ότι δεν υπάρχει λόγος να το πλησιάσει. 2. Την αφαίρεση των 25 δισ. ευρώ περίπου των αναβαλλόμενων πληρωμών τόκων από το δάνειο του EFSF που θα λήξουν το 2033 στην εφαρμογή του δείκτη βιωσιμότητας χρέους. Σχετική πρόβλεψη υπήρχε ήδη στο σχέδιο απόφασης των υπουργών Οικονομικών της περασμένης εβδομάδας.
Το βασικό στοιχείο του νέου Συμφώνου παραμένει η σύναψη πολυετών συμφωνιών μεταξύ του κάθε κράτους-μέλους και της Κομισιόν, με στόχο να ακολουθεί το χρέος καθοδική πορεία, εφόσον αυτό ξεπερνάει το 60% του ΑΕΠ ή εφόσον το έλλειμμα είναι πάνω από 3% του ΑΕΠ. Η πρόταση προβλέπει 4ετή προγράμματα με δυνατότητα παράτασης άλλων 3ετών. Η διάρκεια της προσαρμογής, ωστόσο, παραμένει ένα βασικό επίμαχο θέμα, με την Ιταλία, κυρίως, να διεκδικεί μεγαλύτερα περιθώρια προσαρμογής και τη Γερμανία να επιμένει σε αυστηρότερους χρονικούς περιορισμούς.
Δεύτερο βασικό στοιχείο του νέου υπό διαπραγμάτευση Συμφώνου είναι ο ρυθμός μείωσης του χρέους για τις υπερχρεωμένες χώρες, που πρέπει να είναι τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ. Το σημαντικό είναι ότι ο στόχος αυτός, σύμφωνα με τη μέχρι στιγμής διαπραγμάτευση, μπορεί να επιτυγχάνεται κατά μέσο όρο στη διάρκεια του προγράμματος και όχι υποχρεωτικά κάθε χρόνο. Αυτό δίνει μια ευελιξία, σε μια κατά τα άλλα προ-κυκλική ρύθμιση, σύμφωνα με την κριτική που έχει ασκηθεί.
Τρίτο στοιχείο είναι ο ορισμός στόχων με οδηγό τις πρωτογενείς δαπάνες. Η πρώτη δοκιμή του νέου αυτού μέτρου, των πρωτογενών δαπανών, έγινε ήδη με τον καθορισμό των σχετικών στόχων από την Κομισιόν για το 2024.
Σημείο διαφωνίας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας αποτελεί ο υπολογισμός των δαπανών για τόκους σε περίπτωση υπερβολικού ελλείμματος. Η Γαλλία τάσσεται υπέρ της θέσπισης στόχων με βάση τα πρωτογενή ισοζύγια, χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι, για να υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια για επενδύσεις, ενώ η Γερμανία θέλει να προσμετρούνται και οι τόκοι.
Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή