Σε αύξηση της τιμής του καφέ προχώρησαν τις τελευταίες ημέρες τρεις μεγάλες αλυσίδες, αύξηση που αποδίδεται στην επιβάρυνση του εργατικού κόστους, δηλαδή στην αύξηση του κατώτατου μισθού.
Οι αλυσίδες Coffee Island, Γρηγόρης αλλά και Everest προχώρησαν σε αύξηση τις τιμής του σερβιρισμένου καφέ, μετά και την αύξηση του κατώτατου μισθού που ισχύει από 1η Φεβρουαρίου 2019, στα 650 ευρώ. Η κίνηση αυτή κρίθηκε επιβεβλημένη, σύμφωνα με εκπροσώπους της αγοράς καθώς ήδη οι εταιρείες του κλάδου έχουν υποστεί σημαντική επιβάρυνση από την 1η Ιανουαρίου του 2017, όταν αυξήθηκε ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στον καφέ.
Ειδικότερα η αλυσίδα Coffee Island προχώρησε σε ανατιμήσεις κατά 10 λεπτά στο σύνολο των καφέδων, για τρεις λόγους: την αύξηση του κατώτατου μισθού, που είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του εργατικού κόστους, την επιβολή του ΕΦΚ στον καφέ ύψους 3 ευρώ/κιλό στον καβουρδισμένο και 4 ευρώ/κιλό στον στιγμιαίο, καθώς και την αύξηση της τιμής του γάλακτος από μεγάλη γαλακτοβιομηχανία που προμηθεύει την πρώτη ύλη της.
Είχε προηγηθεί αύξηση της τιμής του καφέ από την αλυσίδα Γρηγόρης. Για το θέμα αυτό η αλυσίδα αναφέρει χαρακτηριστικά «η αύξηση του κατώτατου μισθού που άρχισε να εφαρμόζεται από την 1η Φεβρουαρίου του 2019 είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του εργατικού κόστους των καταστημάτων Γρηγόρης.
Ως εκ τούτου προχωρήσαμε σε μικρές αυξήσεις στις Προτεινόμενες Λιανικές τιμές ορισμένων καφέδων μας, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το θέμα της αύξησης του εργατικού κόστους, ενώ σε κάποιους άλλους απορροφήσαμε την αύξηση προκειμένου να διατηρήσουμε το χαμηλό επίπεδο των τιμών μας. Η νέα πρόταση εξακολουθεί να παραμένει απόλυτα ανταγωνιστική, καθώς σεβόμαστε τον καταναλωτή που μας τιμάει με την εμπιστοσύνη του & την επιλογή του».
Τέλος σε αύξηση κατά 3% μεσοσταθμικά σε επιλεγμένους κωδικούς καφέ προχώρησε το τελευταίο διάστημα και η αλυσίδα Everest.
Η τάση αυτή από τις μεγαλύτερες αλυσίδες που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά αναμένεται να συμπαρασύρει και τις υπόλοιπες, οι οποίες εκτιμάται ότι πολύ σύντομα θα προχωρήσουν σε ανατίμηση της τιμής του καφέ στα καταστήματα τους.
Πλήγμα από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης
Ισχυρό είναι το πλήγμα που έχει δεχτεί ο κλάδος από την επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, όπως κατά καιρούς επαναλαμβάνουν στελέχη της αγοράς, ενώ την ίδια στιγμή οι λαθραίες εισαγωγές έχουν φτάσει να έχουν μερίδιο 10% στην ελληνική αγορά.
Όπως ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου ο Γιάννος Μπενόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Καφέ, για δεύτερη συνεχή χρονιά εφαρμογής του ΕΦΚ και παρά το γεγονός ότι μέρος της επιβάρυνσης απορροφήθηκε από τις επιχειρήσεις, η κατανάλωση καφέ παρουσιάζει κάμψη, ενώ είχε θετική πορεία όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Παράλληλα, ο ΕΦΚ προσέφερε έσοδα στο κράτος ύψους 122,7 εκατ. ευρώ το 2018, έναντι 90,4 εκατ. ευρώ το 2017, ενώ επέφερε αύξηση σε φαινόμενα λαθρεμπορίου, παραεμπορίου και παράνομων εισαγωγών, που πέρα από την οικονομική διάσταση θέτουν και ζητήματα ασφαλούς κατανάλωσης.
Επίσης η επιβολή του ΕΦΚ στον καφέ, οδήγησε σε μια αντίστοιχα υψηλή αύξηση τιμής, από 10-30% καθώς και σε έως και διπλασιασμό του κόστους της πρώτης ύλης, επηρεάζοντας σημαντικά τους επαγγελματίες του κλάδου.
Οι μεγαλύτερες συνέπειες της μετακύλησης του φόρου παρατηρήθηκαν στο ράφι, με αυξήσεις που έφτασαν στο 23%. Οι αυξήσεις αυτές είναι ακόμη μεγαλύτερες στις πιο οικονομικές και διαδεδομένες κατηγορίες καφέ, όπως είναι ο ελληνικός καφές (30% αύξηση μέσης λιανικής τιμής πώλησης). Από τη δημογραφική ανάλυση του προφίλ των καταναλωτών, το μέτρο επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό τις ασθενέστερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις, όπως είναι οι συνταξιούχοι και οι νέοι.
Σε επίπεδο κατανάλωσης οι συνέπειες ήταν εξίσου εμφανείς, με τη μείωση να αγγίζει το πρώτο δίμηνο του 2018, σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2016, το 15% για το σύνολο του καφέ ενώ είναι ακόμη μεγαλύτερη σε συγκεκριμένες κατηγορίες.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα αποτελεί μία από τις χώρες με την υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση καφέ στον κόσμο. Η κατανάλωση αγγίζει τα 510 φλυτζάνια καφέ το άτομο, στοιχείο που μεταφράζεται σε ετήσια κατανάλωση 5 δισ. φλυτζανιών.
Συνολικά, καταναλώνονται 40.000 τόνοι, με το 40% να αφορά στην κατανάλωση εκτός σπιτιού (OOH) και το 60% στην κατανάλωση εντός σπιτιού (ΙΗ). Ειδικά η αξία της κατανάλωσης εντός σπιτιού (IH) ανέρχεται σε 400 εκατ. ευρώ ενώ στην αγορά εκτός σπιτιού ανέρχεται στα 3 δισ. ευρώ.
Ελένη Μπότα economistas.gr