Στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης πραγματοποιήθηκαν πολύ λιγότερες συγχωνεύσεις ακόμα και από χώρες της Ευρώπης οι οποίες έμειναν εκτός της θύελλας που έπληξε τη χώρα μας υποστήριξαν χθες τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΒ και συμπρόεδροι του Φόρουμ Μεσαίων και Μικρών Επιχειρήσεων (ΜμΕ) Αλέξανδρος Μακρίδης και Κωνσταντίνος Μαραγκός.
Και οι δύο, που διοικούν μεσαίου μεγέθους εταιρείες, υποστήριξαν πως η νοοτροπία των επιχειρηματιών είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την επίτευξη μεγαλύτερων μεγεθών στις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερο μέγεθος οι ελληνικές εταιρείες θεωρούνται, παράλληλα με την αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων», οι δύο μεγαλύτερες προκλήσεις για τις περίπου 700.000 ΜμΕ που εξακολουθούν να λειτουργούν. Η απουσία νοοτροπίας συνεργασιών και η λογική να έχει κάποιος το «δικό του μαγαζί», τη «δική του εταιρεία» αποτυπώνεται σε σειρά στοιχείων της έρευνας που πραγματοποίησε η EY και παρουσιάστηκε χθες.
Η Ελλάδα είναι στην τέταρτη θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με βάση τον αριθμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ανά 100 κατοίκους πίσω από την Τσεχία, την Πορτογαλία, τη Σουηδία και την Σλοβενία. Στη χώρα μας αντιστοιχούσαν το 2014 περίπου 6,2 επιχειρήσεις ανά 100 κατοίκους με τον μέσο όρο της Ε.Ε. στο 4,5. Το ελληνικό επιχειρείν, παρά την πολυετή κρίση εμφανίζεται, σύμφωνα με τη μελέτη της εταιρείας συμβούλων / ελεγκτών, πολύ πιο κατακερματισμένο και εσωστρεφές (παρά την αναγκαστική στροφή στις εξαγωγές που έφερε η κρίση) από άλλες αγορές της Ε.Ε. ακόμα και από αυτές που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με την εγχώρια οικονομία.
Η παραγωγικότητα των ελληνικών ΜμΕ «είναι περίπου στο 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου ανά εργαζόμενο. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα είναι €20.000, στην ΕΕ-28 είναι €42.000, στην Ιταλία είναι €38.000, στην Ιρλανδία είναι €52.000, κτλ. Τα τελευταία χρόνια «παρατηρήθηκε 40% μείωση του πλήθους των ΜμΕ μέσης-υψηλής τεχνολογίας μέσα στην κρίση, μία μείωση δυσανάλογη σε σχέση με την Ε.Ε. Η ταχεία ανάκαμψή τους αποτελεί προϋπόθεση για να μη γίνει η Ελλάδα μια οικονομία χαμηλής προστιθέμενης αξίας».
Ο αριθμός των ΜμΕ «στην εμπορική μη χρηματοοικονομική οικονομία (non-financial business economy), από την αρχή της κρίσης, σωρευτικά ο αριθμός τους έχει μειωθεί κατά 21% περίπου (σ.σ. μέχρι το 2014). Η υποκατηγορία που εμφανίζει τη μεγαλύτερη πτώση είναι οι επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους, με τη σωρευτική πτώση να φτάνει στο 33%, ενώ η υποκατηγορία των πολύ μικρών επιχειρήσεων εμφάνισε πτώση της τάξης του 21%».
Μάλιστα η κρίση έχει πλήξει συγκριτικά περισσότερο τις επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους, οι οποίες φαίνεται να παρουσιάζουν και τη μεγαλύτερη συνεισφορά από πλευράς ΜμΕ στην προστιθέμενη αξία της χώρας και τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα σε σύγκριση με μικρότερες επιχειρήσεις. Και στις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις είναι που χωλαίνει η χώρα. Σύμφωνα με την EY οι επιχειρήσεις των 10 - 249 εργαζόμενων στην Ελλάδα, όμως, αποτελούν περίπου το 3,1% των επιχειρήσεων, όταν, στην Ευρώπη, το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο (περίπου 7%).
Παρά το μεγάλο αριθμό πολύ μικρών επιχειρήσεων (κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών) η διάθεση για συγχωνεύσεις και απόκτηση μεγαλύτερων μεγεθών απουσιάζει. Αυτός ο στόχος φαίνεται πως θα είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση των τραπεζών τώρα που φαίνεται πως θα αρχίσουν να ασχολούνται με τα τεράστια χαρτοφυλάκια κόκκινων δανείων προς ΜμΕ, όπως είπε χθες ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, εταίρος και επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος. Ο ίδιος πρόσθεσε πως απαιτήθηκαν χρόνια ώστε να δημιουργηθούν τα θεσμικά εργαλεία (πτωχευτικό δίκαιο, εξωδικαστικός συμβιβασμός, κλπ) που θα επιτρέψουν το ξεκαθάρισμα του συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου.
Κατά τον κ. Ιωσηφίδη, «η αναδιάρθρωση δανεισμού για μια μεσαία ή μικρότερη εταιρεία μπορεί να είναι το ίδιο δύσκολη με την αναδιάρθρωση δανείων μιας μεγάλης επιχείρησης». Ο ίδιος εκτίμησε πως το μεγαλύτερο βάρος της αναδιάρθωσης δανείων στις ΜμΕ θα περάσει τελικά στα funds τα οποία θα αποκτήσουν χαρτοφυλάκια τέτοιων «κόκκινων δανείων».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μεταξύ των πολύ μικρών επιχειρήσεων (με έσοδα μέχρι 2,5 εκατ. ευρώ) και των ελευθέρων επαγγελματιών έφτανε το 68% το 2016, ενώ στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με έσοδα από 2,5 έως 50 εκατ. ευρώ) το 61%. Όπως εξήγησε ο κ. Ιωσηφίδης, «στις περισσότερες περιπτώσεις, η υψηλή μόχλευση οφείλεται στο γεγονός ότι η κεφαλαιακή διάρθρωση των ΜμΕ είχε σχεδιαστεί για να υποστηρίζει κατά πολύ υψηλότερους όγκους πωλήσεων από τους υφιστάμενους, καθώς και για να αφήνει τη δυνατότητα στον επιχειρηματία να εκμεταλλεύεται την υπερβάλλουσα διαθέσιμη ρευστότητα που του παρεχόταν, με σκοπό να επιτυγχάνει συμφέρουσες εμπορικές συναλλαγές».
Στη μελέτη αναφέρεται πως «οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι καθαροί εισαγωγείς, επιδεινώνοντας έτσι το εμπορικό ισοζύγιο της ελληνικής οικονομίας και αποτυπώνοντας, εν μέρει, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας σε όρους διεθνούς εμπορίου. Ενδεικτικά, το συνολικό έλλειμα του εμπορικού ισοζυγίου έφτασε στα 10.827 εκατ. το 2014, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αποδίδεται στις μικρές επιχειρήσεις των 10 - 49 ατόμων (€3.907 εκατ.), ακολουθούμενο από τις μεσαίες επιχειρήσεις των 50 - 249 ατόμων (€3.820 εκατ.), ενώ οι πολύ μικρές επιχειρήσεις εμφάνισαν έλλειμα της τάξης των €3.101 εκατ.».
Πάντως η εξωστρέφεια των μεσαίων επιχειρήσεων έχει βελτιωθεί αισθητά, από 4 δισ. ευρώ το 2010, σε 5,6 δισ. το 2014. Αντιθέτως, τόσο οι μικρές, όσο και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, εμφάνισαν μόνο μια ήπια ανοδική πορεία, σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΥ.
Οι ΜμΕ αντιπροσωπεύουν το 99,9% του συνολικού αριθμού των ελληνικών επιχειρήσεων, το 87% της απασχόλησης και το 19,3% του ΑΕΠ (με στοιχεία 2014). Από «αιμοδότης» της οικονομίας εξελίχθηκαν, όμως, λόγω της κρίσης σε «τροφοδότη» της ανεργίας (από 2,39 εκατ. εργαζόμενους το 2008, σε 1,79 εκατ. το 2014.
«Η οργανωτική ενδυνάμωση και παραγωγική μεγέθυνση» των ΜμΕ «είναι κρίσιμη προτεραιότητα για την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας» είπε χθες ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεοδ. Φέσσας.
Οι οικογενειακές επιχειρήσεις, όπως δείχνει η πολυετής εμπειρία της ελληνικής ναυτιλίας, μπορούν να είναι επιτυχημένες και καινοτόμες. Το μοντέλο των εφοπλιστών δεν μεταφέρθηκε, όμως, με αντίστοιχη επιτυχία σε άλλους κλάδους τους ελληνικής οικονομίας. Γι’ αυτό και στην EY τονίζουν την ανάγκη μεγαλύτερων μεγεθών μεταξύ των ελληνικών επιχειρήσεων.
Στη μελέτη, επισημαίνεται, μάλιστα, πως η διστακτικότητα για συγχωνεύσεις, συμπράξεις, κ.λπ, παραμένει παρά το γεγονός πως «στην πραγματικότητα, μόνο το 30% των οικογενειακών επιχειρήσεων σε διεθνές επίπεδο επιζεί μετά τη δεύτερη γενιά, το 13% μετά την τρίτη και μόνο το 3% μετά από αυτήν».
Στη χώρα μας έχουμε και ιδιαίτερα παραδείγματα καθώς «μια σειρά από επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν από πρωτοπόρους Έλληνες επιχειρηματίες στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες συρρικνώθηκαν ή καταστράφηκαν όταν πέρασαν στα χέρια της επόμενης γενιάς, ενώ αρκετές από αυτές κατέληξαν στα χέρια του κράτους στις δεκαετίες του ’70 και του ’80».
Φώτης Κόλλιας