«Λουκέτο» ύστερα από 111 χρόνια ζωής ετοιμάζεται να βάλει μία ακόμη μεταποιητική επιχείρηση στην Ελλάδα. Ως γνωστόν, η ιστορική αλευροβιομηχανία «Υιοί Χατζηκρανιώτη – Αλευροβιομηχανία Τυρνάβου» κατέθεσε στις 16 Νοεμβρίου 2018 αίτηση πτώχευσης, η οποία είναι προγραμματισμένη να συζητηθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας στις 15 Ιανουαρίου 2019. Μέχρι τότε, η εταιρεία προστατεύεται προσωρινά από τους πιστωτές της, ενώ, σε περίπτωση που δεν υπάρξει κάποιο επενδυτικό ενδιαφέρον, η κήρυξή της σε πτώχευση θα οδηγήσει στον εκπλειστηριασμό των περιουσιακών της στοιχείων, ακινήτων και μηχανολογικού εξοπλισμού, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι ήδη υποθηκευμένα στις τράπεζες.
Πώς, όμως, η υπεραιωνόβια θεσσαλική βιομηχανία κατάφερε να ξεπεράσει πυρκαγιές και πολέμους, αλλά όχι την πρόσφατη οικονομική κρίση; Οι βαθύτερες αιτίες για την πορεία της εταιρείας προς την τελική πτώση θα πρέπει να αναζητηθούν στα προ κρίσης χρόνια και στους χειρισμούς που έγιναν τότε σε σχέση με τις δαπάνες και τα δάνεια. Η κρίση, η οποία είχε ως βασική συνέπεια τη μείωση της ζήτησης, φαίνεται ότι ήταν αυτή που επιδείνωσε την ήδη επιβαρυμένη οικονομική υγεία της Αλευροβιομηχανίας Τυρνάβου.
Οι επενδύσεις που έγιναν λίγο πριν από την έναρξη της κρίσης, στο πλαίσιο του αναπτυξιακού νόμου, δεν ήταν ικανές να δώσουν ώθηση στην επιχείρηση, η οποία απλώς τα χρόνια που ακολούθησαν βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στα χρέη, χάνοντας διαρκώς πωλήσεις και συσσωρεύοντας ζημίες. Ηδη το 2007 ο βαθμός κάλυψης των χρηματοοικονομικών δαπανών της εταιρείας ήταν πολύ κάτω από τη μονάδα, μόλις 0,57. Με άλλα λόγια, με μείωση των κερδών η εταιρεία είχε τη δυνατότητα να καλύψει τους τόκους που χρωστούσε μόλις κατά το ήμισυ και παρά το γεγονός ότι την ίδια περίοδο αγόραζε πιο φθηνά από τους ανταγωνιστές της την πρώτη ύλη.
Η ιστορία της επιχείρησης ξεκινά το μακρινό 1907, όταν ο Ευριπίδης Χατζηκρανιώτης φτιάχνει τον πρώτο πετρόμυλο. Είναι την ίδια χρονιά που ξεκινά η αναδιανομή της αγροτική γης στους μέχρι τότε ακτήμονες, διαδικασία η οποία ολοκληρώνεται το 1917 και έχει ως αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια σχεδόν να διπλασιασθούν οι καλλιέργειες σιταριού και να πενταπλασιασθεί η παραγωγή. Το 1951, ο πρώτος πετρόμυλος καταστρέφεται από πυρκαγιά, αλλά δύο χρόνια μετά η οικογένεια κατασκευάζει καινούργιο στη θέση Τούμπα, στον Τύρναβο. Το 1970 συστήνεται η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Υιοί Ε. Χατζηκρανιώτη – Αλευροβιομηχανία Τυρνάβου». Είναι μια δεκαετία εξαιρετικά γόνιμη για την ελληνική αλευροβιομηχανία, καθώς πραγματοποιεί πολύ μεγάλες εξαγωγές, κατέχοντας κορυφαία θέση στη σχετική παγκόσμια κατάταξη.
Οι καλές επιδόσεις της δεκαετίας του 1970 οδηγούν την εταιρεία να προβεί τη δεκαετία του 1980 σε σειρά μεγαλόπνοων επενδύσεων. Το 1981 αγοράζει οικόπεδο για τη μετεγκατάσταση των παραγωγικών της εγκαταστάσεων και την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητάς της. Οι καινούργιες εγκαταστάσεις ξεκινούν να λειτουργούν έξι χρόνια μετά. Το επόμενο μεγάλο βήμα για την εταιρεία γίνεται το 1999 με την απόφασή της να εκμεταλλευθεί τον παροξυσμό του... λαϊκού καπιταλισμού και να εισαχθεί στην παράλληλη αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Λίγο πριν ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση, η εταιρεία προχωρά στην εκπόνηση δύο επενδυτικών σχεδίων συνολικού ύψους άνω των 5 εκατ. ευρώ με στόχο αυτά να υπαχθούν στον αναπτυξιακό νόμο. Αυτό, ωστόσο, που κυρίως «επιτυγχάνει» η εταιρεία είναι να αυξήσει τον δανεισμό της, με συνέπεια στη συνέχεια οι καταβολές των ενισχύσεων να εκχωρούνται απευθείας στις πιστώτριες τράπεζες.
Το 2013 η εταιρεία υπογράφει συμφωνία για την έκδοση ενυπόθηκου ομολογιακού δανείου ύψους 6,4 εκατ. ευρώ για την αναχρηματοδότηση του δανεισμού της. Το δάνειο εκδίδεται στις 15 Οκτωβρίου 2013 και προβλέπει την αναδιάρθρωση ποσού 5,67 εκατ. ευρώ, που αποτελεί βραχυπρόθεσμο δανεισμό, και ποσού 727.392 ευρώ, που αποτελεί μακροπρόθεσμο τραπεζικό δανεισμό.
Το δάνειο αυτό δεν στάθηκε ικανό να λύσει τα προβλήματα της εταιρείας, με συνέπεια στους ισολογισμούς της ο δανεισμός να εξακολουθεί να εμφανίζεται ως βραχυπρόθεσμος, ενώ ταυτόχρονα οι πωλήσεις της συνεχώς μειώνονταν.
Ετσι, στις 31 Δεκεμβρίου 2016, το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της εταιρείας έφθασε στα 9,74 εκατ. ευρώ, έναντι κυκλοφορούντος ενεργητικού 3,14 εκατ. ευρώ. Η αλευροβιομηχανία προχώρησε στη σύνταξη σχεδίου αναδιάρθρωσης, με στόχο να έρθει σε νέα συμφωνία με τις τράπεζες για την αναχρηματοδότηση του δανεισμού της, συμφωνία που όμως δεν επετεύχθη ποτέ.
Από τις 30 Απριλίου 2018 έχει ανασταλεί η διαπραγμάτευση της μετοχής της εταιρείας, καθώς δεν κατέστη δυνατό να δημοσιοποιήσει οικονομικές καταστάσεις για τη χρήση του 2017.
Μόλις στις 5 Δεκεμβρίου εκδόθηκε απόφαση του υπουργείου Οικονομίας με την οποία απορρίπτονται αιτήματα για ενισχύσεις στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος «Αναβάθμιση πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων για την ανάπτυξη των ικανοτήτων τους στις νέες αγορές». Η πρόταση της εταιρείας με αίτημα ενίσχυσης 18.697 ευρώ κρίθηκε μη επιλέξιμη, καθώς η συνολική βαθμολογία ήταν κάτω από τη βάση πρόκρισης.
Σε αδιέξοδο η επιχείρηση από το 2009
Οσο οι πωλήσεις της μειώνονταν, τόσο ο δανεισμός της αυξανόταν. Η σχέση αυτή οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα στην πτώχευση και η «Υιοί Ε. Χατζηκρανιώτη» δεν αποτέλεσε δυστυχώς την εξαίρεση στον κανόνα. Το 2008 ήταν η τελευταία χρονιά που η εταιρεία είχε κάποια μικρά κέρδη, της τάξης των 9.823 ευρώ, ενώ είχε ήδη βραχυπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις 7,57 εκατ. ευρώ και πωλήσεις 7,83 εκατ. ευρώ.
Το 2009 ο κύκλος εργασιών υποχώρησε κατά 22,91% και διαμορφώθηκε λίγο πάνω από τα 6 εκατ. ευρώ, ενώ ξεκίνησαν να συσσωρεύονται ζημίες, που τη χρονιά εκείνη ξεπερνούσαν το μισό εκατομμύριο ευρώ. Η εταιρεία απέδωσε την πτώση των οικονομικών μεγεθών της στις «αρνητικές οικονομικές εξελίξεις που διαδραματίζονται παγκοσμίως από τις αρχές του 2009», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην ετήσια οικονομική της έκθεση. Σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τον τραπεζικό δανεισμό, οι μέτοχοι έριξαν χρήματα στην επιχείρηση. Το 2009 έγινε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και τα αντληθέντα κεφάλαια ύψους 685.941 ευρώ διατέθηκαν για την αποπληρωμή βραχυπρόθεσμου τραπεζικού δανεισμού που είχε λάβει η εταιρεία για να καλύψει την ίδια συμμετοχή στα επενδυτικά σχέδιά της που είχαν υπαχθεί στον αναπτυξιακό νόμο.
Οι πωλήσεις ενισχύθηκαν οριακά το 2010 και το 2011, όμως και οι δύο χρήσεις ήταν ζημιογόνες με τις καθαρές ζημίες να διαμορφώνονται αντιστοίχως σε 920.000 ευρώ ευρώ και 1,55 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία απέδωσε τα αρνητικά αποτελέσματα στη μείωση του περιθωρίου μεικτού κέρδους λόγω της αύξησης της τιμής αγοράς των πρώτων υλών. Η αύξηση δε των τιμών πώλησης των αλεύρων δεν ήταν εφικτή, σύμφωνα με τη θεσσαλική αλευροβιομηχανία, εξαιτίας του μεγάλου ανταγωνισμού της αγοράς και της γενικότερης οικονομικής κρίσης.
Η πορεία προς τον γκρεμό συνεχίστηκε με τις πωλήσεις να υποχωρούν κάτω από τα 5,5 εκατ. ευρώ το 2012. Η μείωση δε που καταγράφηκε στον δανεισμό οφείλεται, όπως η ίδια η εταιρεία αναφέρει, στην είσπραξη των επιχορηγήσεων των επενδύσεων του αναπτυξιακού νόμου, οι οποίες καταβλήθηκαν στις πιστώτριες τράπεζες.
Ενα χρόνο μετά η εταιρεία προχωρά στην έκδοση κοινού ομολογιακού δανείου, χωρίς όμως τελικά να καταφέρει να ανασάνει, αφού η μη τήρηση των χρηματοοικονομικών δεικτών που είχαν συμφωνηθεί είχε ως αποτέλεσμα οι δανειακές υποχρεώσεις που έπρεπε να μετατραπούν σε μακροπρόθεσμες να συνεχίσουν να εγγράφονται στους ισολογισμούς της αλευροβιομηχανίας ως βραχυπρόθεσμες.
Το 2016 οι πωλήσεις ήταν πλέον μόλις 2,36 εκατ. ευρώ, οι ζημίες πάνω από 1,5 εκατ. ευρώ και οι βραχυπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις 8,42 εκατ. ευρώ. «Στις 31 Δεκεμβρίου 2016 το σύνολο της αξίας των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της εταιρείας υπερβαίνει τη συνολική αξία των κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων της και μακροπρόθεσμα ομολογιακά δάνεια καταχωρίστηκαν στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, λόγω μη επίτευξης των οριζόμενων στη δανειακή σύμβαση οικονομικών δεικτών. Οι παραπάνω συνθήκες υποδηλώνουν την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας που μπορεί να εγείρει σημαντική αμφιβολία για την ικανότητα της εταιρείας να συνεχίσει τη δραστηριότητά της», ανέφεραν οι ορκωτοί λογιστές στη σχετική έκθεσή τους.
Θύμα, βεβαίως, της κατάστασης αυτής ήταν και οι εργαζόμενοι. Από 38 άτομα προσωπικό το 2013, το 2014 μειώθηκαν σε 35 και το 2016 έφθασαν να απασχολούνται στην «Υιοί Ε. Χατζηκρανιώτη» 28 άτομα.
Οι στρεβλώσεις των κοινοτικών επιδοτήσεων επιβάρυναν τη θεσσαλική εταιρεία
Πέρα από τους όποιους χειρισμούς –ενδεδειγμένους ή μη– σε κάθε επιχείρηση που καθορίζουν την πορεία της, στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο οι διαρθρωτικές αλλαγές που επήλθαν ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων κοινοτικών και εθνικών πολιτικών.
Πριν από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα - ΕΟΚ), οι καλλιέργειες μαλακού σίτου (από τον οποίο παράγεται το αλεύρι) υπερίσχυαν και μάλιστα σημαντικά αυτών των σκληρού σίτου (από τον οποίο παράγεται το σιμιγδάλι). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 1980 καλλιεργούνταν στην Ελλάδα 7.281.370 στρέμματα μαλακού σίτου παράγοντας 2.274.250 τόνους και 2.290.500 στρέμματα σκληρού σίτου παράγοντας 657.049 τόνους. Τα επόμενα χρόνια, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η σχέση αυτή αντιστράφηκε. Ο λόγος; Οι κοινοτικές επιδοτήσεις για τον σκληρό σίτο ήταν υψηλότερες αυτών που δίνονταν για τον μαλακό σίτο, μια απόφαση που σημειωτέον αποδίδεται κυρίως στις πιέσεις του ιταλικού λόμπι, καθώς το σκληρό σιτάρι δίνει σιμιγδάλι για τη βιομηχανία ζυμαρικών. Ετσι, οι αγρότες στράφηκαν στην καλλιέργεια σκληρού σιταριού και η χώρα από πλεονασματική, και μάλιστα με σημαντικές εξαγωγές στο μαλακό σιτάρι και στο αλεύρι, κατέστη ελλειμματική. Το 2009 καλλιεργήθηκαν 1.730.000 στρέμματα μαλακού σίτου, παράγοντας μόλις 500.000 τόνους, και 5.250.000 στρέμματα σκληρού σίτου, παράγοντας 1.330.000 τόνους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου, το εμπορικό έτος 2016-2017 (από 1η Ιουλίου 2016 έως 30 Ιουνίου 2017 εισήχθη στην Ελλάδα από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και από τρίτες χώρες το 69% της συνολικής εγχώριας χρήσης σε μαλακό σιτάρι. Η εγχώρια παραγωγή ήταν 471.600 τόνοι, ενώ στο σκληρό σιτάρι 1.121.600 τόνοι.
Η εξάρτηση από τις εισαγωγές κατέστησε τη χώρα πολύ πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών των σιτηρών. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι δημιούργησε το πεδίο για τη λειτουργία ενός ολόκληρου κυκλώματος μεσαζόντων που επιβαρύνουν τελικά το κόστος, τόσο για τη διάθεση της εισαγόμενης όσο και της εγχώριας παραγωγής. Οι αλευρόμυλοι προμηθεύονται σιτάρι από το εξωτερικό κυρίως μέσω μεσιτών-εισαγωγέων. Οι μεσίτες διασφαλίζουν ποσότητες από το εξωτερικό και κάνουν προσφορές στις εγχώριες αλευροβιομηχανίες, χωρίς να δουλεύουν αποκλειστικά για κάποιους. Στο κόστος θα πρέπει να συμπεριληφθούν και τα μεταφορικά, που ακόμη και για μικρές αποστάσεις είναι υψηλά. Για αυτό είναι πολύ σημαντικό μια αλευροβιομηχανία να διαθέτει δικό της λιμάνι, όπως συμβαίνει με την κορυφαία εταιρεία του κλάδου στην Ελλάδα, την «Μύλοι Λούλη».
Αλλη μία απόφαση η οποία καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας ήταν η άρση του καθεστώτος διατίμησης στις τιμές των αλεύρων το 1991. Αυτό οδήγησε σε ένταση του ανταγωνισμού και σε οξύτατο «πόλεμο τιμών» μεταξύ των εταιρειών, με τις πιο μικρές σε παραγωγική δυναμικότητα και με παλαιό μηχανολογικό εξοπλισμό να εκτοπίζονται σταδιακά από την αγορά.
Τα τελευταία χρόνια, αυτό που καθόρισε, βεβαίως, σε σημαντικό βαθμό την κατάσταση του κλάδου ήταν η κρίση, με τον κλάδο αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής να καταγράφει απώλειες στις πωλήσεις πάνω από 30% την περίοδο 2010-2016.
Δήμητρα Μανιφάβα (Καθημερινή)