Τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων από τη μια και τα υψηλά επιτόκια σε πολλές κατηγορίες δανείων που εφαρμόζονται στην Ελλάδα καταδεικνύουν πως η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, η χαμηλότερη στην Ευρώπη, δεν είναι μια θεωρητική μέτρηση κάποιων αναλυτών, αλλά έχει επιπτώσεις στο κόστος χρήματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ για τον Απρίλιο, η απόδοση των καταθέσεων στην Ελλάδα είναι η τέταρτη χαμηλότερη στην Ευρωζώνη. Από την άλλη, οι δανειολήπτες βαρύνονται με το τέταρτο υψηλότερο επιτόκιο στην καταναλωτική πίστη και με το υψηλότερο στα επιχειρηματικά δάνεια. Η κατάσταση στα στεγαστικά δάνεια είναι σαφώς καλύτερη, με το μέσο σταθερό επιτόκιο έως πέντε χρόνια να είναι το έβδομο χαμηλότερο στην Ευρωζώνη.
Βρίσκεται στη 14η θέση με επιτόκιο 3,53% σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά με σταθερό επιτόκιο από 1 έως 5 χρόνια.
H διαφορά μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων μειώνεται σημαντικά, κυρίως μετά τις πρόσφατες αυξήσεις στα επιτόκια των νέων προθεσμιακών καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες. Αυτό υποστηρίζει σε ανακοίνωσή της η Ελληνική Ενωση Τραπεζών (ΕΕΤ), επισημαίνοντας ότι «η απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης περιορίζεται τόσο στα επιτόκια των νέων προθεσμιακών καταθέσεων όσο και στο spread, παρόλο που το κόστος δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές είναι για τις ελληνικές τράπεζες πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο άλλων χωρών».
Η ανάλυση των τραπεζών
Η ΕΕΤ επικεντρώνει την ανάλυσή της «στο περιθώριο του συνολικού κόστους νέου δανεισμού για ιδιώτες σε σχέση με τις νέες προθεσμιακές καταθέσεις ιδιωτών με συμφωνημένη διάρκεια άνω του 1 έτους», το οποίο όπως αναφέρει «ήταν ίδιο με αυτό του Μαρτίου 2023 μεταξύ Ελλάδας και μέσου όρου της Ευρωζώνης (+0,75%)». Στη βάση αυτής της σύγκρισης η ανάλυση της ΕΕΤ προτάσσει τη σύγκλιση των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις και στο κλείσιμο της ψαλίδας με τα επιτόκια δανεισμού, αντικρούοντας τη μεθοδολογία της Τράπεζας της Ελλάδος για σύγκριση των επιτοκίων δανεισμού και καταθέσεων με βάση το σταθμισμένο μέσο επιτόκιο για όλες τις κατηγορίες.
Η ανάλυση της ΤΤΕ λαμβάνει υπόψη της και το επιτόκιο των λογαριασμών ταμιευτηρίου, που βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων. Οπως υποστηρίζει η ΕΕΤ, «για τα επιτόκια των νέων δανείων και καταθέσεων, όπως επίσης και για το μεταξύ τους περιθώριο (spread), η ΤΤΕ (όπως και η ΕΚΤ) συμπεριλαμβάνει το κόστος του συνόλου των καταθέσεων πρώτης ζήτησης (ταμιευτηρίου και όψεως). Οι καταθέσεις πρώτης ζήτησης, λόγω των χαρακτηριστικών τους, τιμολογούνται σε όλη την Ευρώπη πολύ χαμηλά, πρακτικά κοντά στο 0%.
Επιπλέον, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της ΕΕΤ, «η μερική μετατροπή τους σε προθεσμιακές καταθέσεις άρχισε μόλις λίγους μήνες πριν και είναι ακόμη σε εξέλιξη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη». Οπως σημειώνει για τον μήνα Απρίλιο με βάση τα στοιχεία της ΤΤΕ, «το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων εμφανίζεται στο 0,25%, δηλαδή 4 μονάδες βάσης κάτω από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων (0,29%). Ωστόσο, ο μέσος όρος των νέων προθεσμιακών καταθέσεων για τον συγκεκριμένο μήνα είναι πάνω από το 1%.
Επομένως, στο παρόν περιβάλλον αυξανόμενων παρεμβατικών επιτοκίων από την ΕΚΤ, η αύξηση του περιθωρίου μεταξύ νέων δανείων και καταθέσεων, η οποία είναι απολύτως συμβατή με τις τάσεις της Ευρωζώνης, επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το υφιστάμενο επιτόκιο των καταθέσεων πρώτης ζήτησης, το οποίο δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό αυτό».
Τα νέα επιτόκια
Η ΕΕΤ υποστηρίζει ότι «τα στοιχεία που πρέπει κανείς να παρακολουθεί για να κατανοήσει τις τάσεις τιμολόγησης και να συγκρίνει με την υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι τα νέα επιτόκια που προσφέρονται για δάνεια σε ιδιώτες και επιχειρήσεις έναντι των νέων επιτοκίων που προσφέρονται στις προθεσμιακές καταθέσεις».
Στις προθεσμιακές καταθέσεις νοικοκυριών έως 1 έτος, το επιτόκιο στην Ελλάδα ανήλθε στο 1,22% (έναντι 1,16% τον Μάρτιο του 2023) και στο 1,87% (έναντι 1,47% τον Μάρτιο του 2023). Για διάρκειες άνω του 1 έτους, στην Ελλάδα το επιτόκιο ανήλθε στο 1,71%. Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης για τις προθεσμιακές καταθέσεις σε ιδιώτες άνω του 1 έτους ανήλθε στο 2,29%. Ειδικά για τα κράτη-μέλη της νότιας Ευρώπης, η ΕΕΤ σημειώνει ότι «υπάρχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με τις λοιπές χώρες. Λ.χ. στην Ισπανία το επιτόκιο για προθεσμιακές καταθέσεις ιδιωτών, διάρκειας μέχρι ενός έτους, διαμορφώθηκε στο 1,33%, ενώ στην Πορτογαλία στο 0,95%. Για προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας μεγαλύτερης του έτους τα επιτόκια ανήλθαν στο 1,64% και 1,24% για την Ισπανία και Πορτογαλία αντίστοιχα».
Σε ό,τι αφορά τα νέα δάνεια και εστιάζοντας στα στεγαστικά διάρκειας 5 έως 10 ετών, το επιτόκιο τον Απρίλιο αυξήθηκε κατά 16 μονάδες βάσης στο 3,66%. Στην Ευρωζώνη το μέσο επιτόκιο για την ίδια κατηγορία στεγαστικών δανείων ήταν 3,51%, έναντι 1,77% πριν από έναν χρόνο (Απρίλιος 2022). Το επιτόκιο στο σύνολο των δανείων των νοικοκυριών τον Απρίλιο αυξήθηκε κατά 10 μονάδες βάσης στην Ελλάδα, στο 3,88%, ενώ στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 4 μονάδες βάσης στο 3,48%, έναντι 1,61% πριν από έναν χρόνο (Απρίλιος 2022).
Τι υποστηρίζει η ΕΕΤ
Το κύριο συμπέρασμα για το περιθώριο (spread) μεταξύ των επιτοκίων για τα νέα δάνεια και τις νέες προθεσμιακές καταθέσεις με βάση την ανάλυση της ΕΕΤ είναι ότι:
• Το spread μειώνεται σημαντικά, κυρίως μετά τις πρόσφατες αυξήσεις στα επιτόκια των νέων προθεσμιακών καταθέσεων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
• Η απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης περιορίζεται, τόσο στα επιτόκια των νέων προθεσμιακών καταθέσεων όσο και στο spread, παρόλο που το κόστος δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές είναι για τις ελληνικές τράπεζες πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο άλλων χωρών.
• Τον Απρίλιο του 2023, για πρώτη φορά από τον Ιανουάριο του 2022, το περιθώριο των νέων στεγαστικών δανείων για αγορά κατοικίας σε σχέση με τις νέες προθεσμιακές καταθέσεις ιδιωτών με συμφωνημένη διάρκεια άνω του 1 έτους ήταν μικρότερο στην Ελλάδα (1,7%) σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,2%).
• Τον Απρίλιο του 2023 το περιθώριο του συνολικού κόστους νέου δανεισμού για ιδιώτες σε σχέση με τις νέες προθεσμιακές καταθέσεις ιδιωτών με συμφωνημένη διάρκεια άνω του 1 έτους ήταν ίδιο με αυτό του Μαρτίου 2023 μεταξύ Ελλάδας και μέσου όρου της Ευρωζώνης (+0,75%).
Ανεξαρτήτως πάντως της βάσης σύγκρισης για την εξέλιξη των spreads (αν δηλαδή θα πρέπει να βασίζεται στο μέσο σταθμισμένο επιτόκιο όλων των καταθέσεων ή μόνο στο επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων), η σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης δείχνει ότι η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των ακριβότερων χωρών σε ό,τι αφορά τα επιτόκια δανεισμού. Ταυτόχρονα είναι και η χώρα με τη χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση, γεγονός που επιβαρύνει το κόστος δανεισμού, όχι μόνο του Δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού τομέα. Η Ελλάδα μεταξύ άλλων είναι:
• 4η φθηνότερη με επιτόκιο 1,22% σε ό,τι αφορά τις προθεσμιακές καταθέσεις νοικοκυριών με καθορισμένη διάρκεια έως 1 έτος.
• 4η ακριβότερη με επιτόκιο 12,79% σε ό,τι αφορά τα καταναλωτικά δάνεια νοικοκυριών με σταθερό επιτόκιο έως 1 έτος.
• Στη 14η θέση με επιτόκιο 3,53% σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο από 1 έως 5 χρόνια.
• Στην 11η θέση με επιτόκιο 3,7% σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο από 5 έως 10 χρόνια.
• 1η ακριβότερη με επιτόκιο 5,69% σε ό,τι αφορά τα δάνεια προς επιχειρήσεις.
Ευγενία Τζώρτζη, Καθημερινή