Τρία κριτήρια θα πρέπει να ισχύουν σωρευτικά προκειμένου μια επιχείρηση με οφειλές από 20.000 έως 50.000 ευρώ να ενταχθεί στην αυτοματοποιημένη διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, χωρίς δηλαδή να απαιτείται έκθεση βιωσιμότητας. Αυτά είναι:
1. Nα έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων κατά την τελευταία χρήση ή σε δύο από τις τρεις τελευταίες χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης.
2. O λόγος του συνόλου των οφειλών προς το καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων να μην είναι μεγαλύτερος από οκτώ. Με άλλα λόγια, για να θεωρηθεί κάποια επιχείρηση βιώσιμη, δεν μπορεί να χρωστάει πάνω από 8 φορές το EBITDA. Οι οφειλές θα υπολογίζονται μετά την αφαίρεση των τόκων υπερημερίας, των προστίμων και των προσαυξήσεων. Ως καθαρό αποτέλεσμα θα λαμβάνεται είτε το καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων της τελευταίας χρήσης είτε ο μέσος όρος των καθαρών αποτελεσμάτων προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων των δύο καλύτερων από τις τρεις τελευταίες χρήσεις, όποιο από αυτά τα δύο ποσά είναι μεγαλύτερο.
3. H συνολική οφειλή προς ρύθμιση, όταν πρόκειται στην αναδιάρθρωση των οφειλών να συμμετάσχει το Δημόσιο και οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης, να είναι μικρότερη από το 4% της συνολικής αξίας της περιουσίας του οφειλέτη. Δηλαδή θα μένουν εκτός ρύθμισης όσοι έχουν συνολική περιουσία με αξία που υπερβαίνει την οφειλή 25 φορές και άνω.
Αυτά προβλέπει η απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Εργασίας, που έχει σταλεί προς έγκριση στους θεσμούς, ενεργοποιώντας, ουσιαστικά, τη διαδικασία για την ταχεία ρύθμιση των οφειλών που έχουν μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού. Οπως προκύπτει από τη σχετική απόφαση, τα δύο πρώτα κριτήρια αφορούν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης που είναι και η αναγκαία προϋπόθεση για την ένταξη στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού, ενώ το κριτήριο της περιουσίας αποσκοπεί στο να θέσει εκτός διαδικασίας όσους θεωρούνται στρατηγικοί κακοπληρωτές, δηλαδή δεν πληρώνουν τις οφειλές τους παρά το γεγονός ότι διαθέτουν περιουσία προς ρευστοποίηση.
Ο ανώτατος αριθμός δόσεων που μπορεί να προκύψει βάσει της ρύθμισης είναι οι 120 και αφορά τόσο τα χρέη προς τις τράπεζες όσο και τα χρέη προς το Δημόσιο. Ο τελικός, όμως, αριθμός των δόσεων που θα εφαρμόζεται σε κάθε επιχείρηση θα προκύπτει με βάση ένα πρόσθετο κριτήριο που θα ορίζει ότι αν το EBITDA είναι μεγαλύτερο του ενός τρίτου του χρέους (33%), τότε οι δόσεις μπορεί να μειωθούν, δηλαδή να είναι λιγότερες των 120. Η δόση, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 50 ευρώ, ενώ ως χρέος θεωρείται αυτό που έχει προκύψει μετά την αφαίρεση των προστίμων, των προσαυξήσεων και των τόκων υπερημερίας.
Εκτός από τα χρέη προς το Δημόσιο και τις τράπεζες, που μπορούν να ρυθμιστούν σε έως 120 δόσεις, οι οφειλές προς τους λοιπούς πιστωτές θα μπορούν να ρυθμίζονται σε έως 24 δόσεις, ενώ κατ’ εξαίρεση η εξόφληση οφειλών από συμβάσεις παροχής εργασίας, δηλαδή προς εργαζομένους, δεν μπορεί να ξεπερνάει τις 6 δόσεις.
Ο υπολογισμός των τοκοχρεολυτικών δόσεων θα γίνεται βάσει του επιτοκίου euribor 3μήνου, προσαυξημένου κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, πλέον της εισφοράς του ν. 128. Εναλλακτικά, ο οφειλέτης μπορεί να πληρώσει την οφειλή του προς το Δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης σε 12 άτοκες δόσεις. Αν η βασική οφειλή προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν ξεπερνά τις 3.000 ευρώ ανά πιστωτή, ο αριθμός των δόσεων προς τον εν λόγω πιστωτή δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 36 δόσεις. Αν, τέλος, ποσοστό 2,75% του θετικού καθαρού αποτελέσματος του οφειλέτη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων είναι μεγαλύτερο από τη συνολική αρχική μηνιαία δόση, τότε αυτή αναπροσαρμόζεται ώστε να ισούται με το ποσόν αυτό.
Eυγενία Τζώρτζη (Καθημερινή)