Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε στην επιφάνεια τις προτεραιότητες των επιχειρήσεων και τις επιδόσεις τους σε ζητήματα κοινωνικής ευαισθησίας και προστασίας του περιβάλλοντος.
Παράλληλα, όμως, απέδειξε ότι, εν τω μέσω μιας κρίσης που πλήττει τους πάντες, οι αγορές ανταμείβουν όσες εισηγμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισαν με κατανόηση το προσωπικό τους. Τουλάχιστον αυτό συνέβη στη Βρετανία, σύμφωνα με τα πορίσματα έρευνας που διεξήγαγε η εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων Schroders μεταξύ 10.000 εταιρειών, αφού συγκέντρωσε στοιχεία μέσα από τις ανακοινώσεις τους, τα δημοσιεύματα του Τύπου, τα ενημερωτικά δελτία τους στην επιτροπή κεφαλαιαγοράς και πολλές άλλες πηγές.
Έρευνα
Η εικόνα αναδύεται ανάγλυφη από την εν λόγω έρευνα και φέρει άλλες επιχειρήσεις να απολύουν υπαλλήλους, άλλες να διασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας, ορισμένες να παρέχουν πρόσθετα οφέλη στο προσωπικό τους, όπως, για παράδειγμα, την κάλυψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, και άλλες να αναδιαρθρώνουν τις δραστηριότητές τους προκειμένου να συνταχθούν με την προσπάθεια στήριξης της οικονομίας και των νοικοκυριών.
Οπως σχολιάζει στο Bloomberg ο Αντι Χάουαρντ, υπάλληλος της εταιρείας, ο οποίος πήρε την πρωτοβουλία για τη σχετική έρευνα, «ήταν μια ζωντανή δοκιμασία των αντανακλαστικών κάθε εταιρείας, καθώς δεν υπήρχε χρόνος για να χαράξουν στρατηγικό σχέδιο περί του τι έπρεπε να κάνουν».
Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει όταν συγκεντρωθούν και μελετηθούν δεδομένα και πληροφορίες είναι πως όσες επιχειρήσεις προσέλαβαν προσωπικό αντί να απολύσουν είδαν μέσα στο πρώτο εξάμηνο τις μετοχές τους να σημειώνουν απόδοση 18% μεγαλύτερη από τις εταιρείες του κλάδου τους. Οσον αφορά τις εταιρείες που πρόσφεραν οικονομική βοήθεια στους υπαλλήλους τους, η μετοχή τους πήγε κατά 5% καλύτερα.
Την ίδια στιγμή, οι μετοχές όσων εταιρειών έκλεισαν καταστήματα και απέλυσαν προσωπικό σημείωσαν απόδοση τουλάχιστον κατά 10% κατώτερη εκείνης του κλάδου τους. «Από καιρού εις καιρόν συμβαίνουν γεγονότα που φέρνουν στην επιφάνεια ποιο είναι αυτό για το οποίο ενδιαφέρονται οι άνθρωποι», σχολιάζει ο Χάουαρντ, ο οποίος υπογραμμίζει πως φαινομενικά θα ήταν λογικό από την πρώτη κιόλας ημέρα μια επιχείρηση να κλείσει όλα τα καταστήματα, να απολύσει το σύνολο του προσωπικού και να μην πληρώσει κανένα λογαριασμό. Οπως τονίζει, όμως, επικαλούμενος την έρευνα που επινόησε ο ίδιος, «προκύπτει τελικά πως αυτό θα ήταν η λάθος κίνηση».
Ο Χάουαρντ επισημαίνει μάλιστα πως είδε τέτοιου είδους συμπεριφορές μέσα στην ίδια την εταιρεία όπου εργάζεται. Ορισμένοι από τους διαχειριστές κεφαλαίων της Schroders ενοχλήθηκαν από τις προσπάθειες μιας εταιρείας να προστατεύσει το προσωπικό της εν μέσω πανδημίας και πούλησαν όσες μετοχές της εταιρείας διέθεταν.
Ιστορικό
Ο Χάουαρντ έχει ένα ενδιαφέρον επαγγελματικό ιστορικό που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και μια περίοδο συνεργασίας σε μια μη κυβερνητική οργάνωση κατά της διαφθοράς. Προσχώρησε στην επενδυτική Schroders πριν από τέσσερα χρόνια με την ιδιότητα του επικεφαλής βιώσιμων ερευνών και τον Ιούνιο προήχθη σε επικεφαλής της διεθνούς μονάδας βιώσιμων επενδύσεων. Η αναβάθμισή του στην ιεραρχία της εταιρείας, που διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 599 δισ. δολαρίων, συνέπεσε με τη στροφή της Schroders στις λεγόμενες βιώσιμες ή κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις: όσες επενδύσεις λαμβάνουν υπόψη θέματα σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή, κοινωνικά ζητήματα και ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης.
Πρόκειται για ένα κλιμάκιο του κόσμου των επενδύσεων που ήδη έχει αναπτυχθεί σε μια αγορά αξίας 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Θεωρητικά αυτή η κατηγορία επενδύσεων εξετάζει θέματα που αφορούν από τη δημόσια υγεία μέχρι τα ζητήματα φύλου.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα τελευταία χρόνια διοχετεύονται τα μεγάλα κεφάλαια σε ό,τι αφορά ζητήματα κλιματικής αλλαγής, καθώς οι διαχειριστές κεφαλαίων και οι τράπεζες ενσωματώνουν στους υπολογισμούς τους την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη.
Μεσολάβησε η πανδημία και τα πράγματα πήραν νέα τροπή, ενώ ακολούθησε το ζήτημα του ρατσισμού από την 25η Μαΐου και μετά, με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Ετσι, ξαφνικά απέκτησαν προτεραιότητα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο θέματα όπως η ανισότητα, τα δικαιώματα των εργαζομένων και η κάλυψη του κόστους για την ασφάλιση υγείας.
Η αναβάθμιση αυτή των κοινωνικών ζητημάτων στις προτεραιότητες των επενδυτικών έφερε στην επιφάνεια ένα άλλο γνώριμο ζήτημα: την απουσία μεθόδων για τη μέτρηση της επίδοσης που έχει κάθε εταιρεία στα συγκεκριμένα θέματα. Εν ολίγοις, οι εταιρείες συχνά ανταλλάσσουν πληροφορίες για τα έσοδά τους, τις ταμειακές ροές τους, τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις τους. Δεν υποχρεούνται, όμως, να δημοσιοποιήσουν την πρόοδο που σημειώνουν σε ζητήματα υπεύθυνων επενδύσεων και έτσι τα σχετικά στοιχεία συχνά παραμένουν στο σκοτάδι.
Καθημερινή