Σε επίπεδα ρεκόρ κινήθηκε η κερδοφορία των ελληνικών εισηγμένων στο πρώτο εξάμηνο του κατά τα άλλα πολύ δύσκολου 2022, όπου η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση «χτυπά» όλες τις οικονομίες διεθνώς – ιδιαίτερα στην Ευρώπη, στρώνοντας το έδαφος η φετινή χρήση να θυμίσει μέρες της «χρυσής πενταετίας» του 2004-2008, αν και η επιδείνωση του ενεργειακού τοπίου στο β΄ εξάμηνο δημιουργεί προβληματισμό.
Ειδικότερα, οι 152 εισηγμένες που δημοσίευσαν αποτελέσματα –συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, των επενδυτικών και των ασφαλιστικών εταιρειών– εμφάνισαν καθαρά κέρδη 5,46 δισ. ευρώ, τα οποία ήταν υπερδιπλάσια σε σχέση με τα κέρδη ολόκληρης της περυσινής χρονιάς (2,5 δισ. ευρώ), ενώ σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2021 παρουσίασαν «εκρηκτική» αύξηση της τάξης του 333,5%, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Beta Χρηματιστηριακή. Από τις 152 οι 112 (74%) ήταν κερδοφόρες, και τα 2/3 από αυτές είτε έχουν εμφανίσει αύξηση κερδοφορίας είτε έρχονται από ζημίες, κάτι που έχει να συμβεί από το 2005.
Σημαντική ήταν και η αύξηση του τζίρου ο οποίος διαμορφώθηκε στα 49,1 δισ. ευρώ με άνοδο 57% σε σχέση με τα 32,3 δισ. ευρώ του αντίστοιχου περυσινού διαστήματος, ενώ σε επίπεδο λειτουργικής κερδοφορίας, το EBITDA διαμορφώθηκε στα 7,03 δισ. ευρώ με αύξηση της τάξης του 45,6%, γεγονός που σημαίνει ότι οι ελληνικές εισηγμένες έχουν καλύψει το 70% σχεδόν ολόκληρης της χρήσης του 2021.
Ο χρηματοοικονομικός κλάδος ήταν βασική κινητήρια δύναμη της εντυπωσιακής αυτής επίδοσης, καθώς εάν εξαιρεθεί από τα αποτελέσματα, τα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν στα 3,18 δισ. ευρώ με άνοδο 89,5% σε σχέση με πέρυσι – με τον κλάδο των τραπεζών, ο οποίος επέστρεψε στην κερδοφορία ύστερα από ζημίες 4,04 δισ. ευρώ στο α΄ εξάμηνο του 2021, να συμβάλλει κατά 2,3 δισ. ευρώ στη συνολική κερδοφορία. Παράλληλα, τα διυλιστήρια και οι εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών ήταν για μια ακόμη χρονιά ο κλάδος βαρόμετρο, με σχεδόν το 38% του τζίρου και το 33% των λειτουργικών κερδών να έρχεται από τις έξι εταιρείες του κλάδου.
«Η φετινή χρονιά θα κοντραριστεί σε επιδόσεις με τη “χρυσή περίοδο” των εισηγμένων της πενταετίας 2004-2008 όταν οι λειτουργικές επιδόσεις ξεπερνούσαν τα 10 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση», ωστόσο κατά αυτήν την πενταετία οι εισαγόμενες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ήταν διπλάσιες σε σχέση με τώρα, όπως σχολιάζει ο Μάνος Χατζηδάκης, επικεφαλής Τμήματος Ερευνας της Beta Securities. Παράλληλα, η καθαρή θέση των ελληνικών εισηγμένων παρέμεινε σταθερή στα 58,98 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών), αφού παρά την κερδοφορία οι εισηγμένες είχαν προχωρήσει σε σημαντικές διανομές μερισμάτων από το πρώτο εξάμηνο.
Οι ανάγκες σε κεφάλαιο κίνησης αύξησαν τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό κατά 1,93 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή, το οποίο ωστόσο αφορά μόλις έξι εταιρείες (Cocacola, ΕΛΠΕ, Βιοχάλκο, ΕΛΒΑΛΧαλκόρ, Cenergy, ΟΠΑΠ), οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν ήδη ενημερώσει την επενδυτική κοινότητα για μικρότερο μέγεθος στο επόμενο εξάμηνο. Ο μακροπρόθεσμος δανεισμός έμεινε σταθερός στα 30,6 δισ. ευρώ από την αρχή του έτους, μια πολύ θετική εξέλιξη τηρουμένων των συνθηκών αύξησης επιτοκίων που στο β΄ εξάμηνο ήδη είναι γεγονός, ενώ το ταμείο παρέμεινε ανθηρό στα 16 δισ. ευρώ, ελαφρώς μειωμένο κατά 3,5% από το τέλος του 2021. Ο συνολικός δανεισμός στο τέλος του εξαμήνου κινήθηκε στα 24,7 δισ. ευρώ, αυξημένος κατά 11%. Το ενεργειακό και χρηματοοικονομικό κόστος παραμένει ή βρίσκεται σε ανοδική τροχιά με αποτέλεσμα να δημιουργεί σκεπτικισμό ως προς την επίδοση του β΄ εξαμήνου, όπως σημειώνει ο κ. Χατζηδάκης. Οι δύο περίοδοι δεν πρόκειται να είναι συμμετρικές και πιθανόν μια πρώτη κόπωση να διαπιστωθεί σε όσες εταιρείες δημοσιεύσουν εννεάμηνο, όπως εκτιμά.
Από την άλλη πλευρά, ο τουρισμός και η ισχυρή εμπορική περίοδος του δ΄ τριμήνου για το λιανικό εμπόριο δεν έχουν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη. Επίσης, οι επιδόσεις αυτές δεν έγιναν σε μια περίοδο απόλυτης ηρεμίας για την οικονομία με ό,τι αυτό συνεπάγεται αν οι γεωπολιτικές συνθήκες βελτιωθούν, ενώ δημιουργούν «μαξιλαράκι» ασφαλείας για πολλές εισηγμένες σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα και το κόστος λειτουργίας τους. Τέλος, οι συστημικές τράπεζες μπαίνουν στο δεύτερο εξάμηνο με υψηλότερα επιτοκιακά περιθώρια, σε μια χρονιά που θα είναι όλες κερδοφόρες με μονοψήφια ποσοστά κόκκινων δανείων.
Eλευθερία Κουρταλή, Καθημερινή