Οσο παράξενο κι αν ακούγεται, η Γερμανία θεωρείται ιδανικό μέρος για «ξέπλυμα» χρήματος, σύμφωνα με την εφημερίδα Handelsblatt. Εχει σταθερή οικονομία. Κι αυτό διασφαλίζει στους εγκληματίες ότι οι επενδύσεις τους (μέσω των οποίων κάνουν «ξέπλυμα») δεν κινδυνεύουν από ένα αιφνίδιο πραξικόπημα, για παράδειγμα, ή από μία εθνικοποίηση επιχειρήσεων. Επιπλέον, ευνοϊκό ήταν και το ότι μέχρι πρότινος η Γερμανία δεν είχε αυστηρή νομοθεσία για το «πόθεν έσχες».
«Θα επενδύσω στη Γερμανία γιατί είναι ο παράδεισος των γκάνγκστερ», λέει, χαριτολογώντας ο Ρομπέρτ Σκαρπινάτο, δημόσιος κατήγορος στο Παλέρμο της Σικελίας. Κάτι ανάλογο είχε ακουστεί και από το κόμμα της Αριστεράς στη Γερμανία. Τον Ιούλιο η αστυνομία έκανε έφοδο σε δεκατρία διαμερίσματα στην πολυπολιτισμική γειτονιά Nοϊκέλν του Βερολίνου (θεωρείται το «Μπρονξ του Βερολίνου»). Κατέσχεσε λογισμικό και υπολογιστές, τράβηξε φωτογραφίες και βίντεο, στο πλαίσιο της παρακολούθησης 16 ατόμων που θεωρούνται ύποπτα για «ξέπλυμα».
Το 2017, η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή αυστηρότερους νόμους για να ανακόψει αυτή τη δραστηριότητα, επισημαίνει η Handelsblatt. Ηδη είχε αποφέρει πάρα πολλά κέρδη επί σειράν ετών σε συμμορίες και εγκληματικά δίκτυα από τη Ρωσία, την Ιταλία και τη Μέση Ανατολή. Το 2016, οι Αρχές αποκάλυψαν 563 περιπτώσεις «ξεπλύματος» χρήματος, που είχε γίνει μέσω επενδύσεων στην αγορά ακινήτων. Η μαφία της Καλαβρίας, η οποία είναι γνωστή ως Ντραγκέτα, επέλεξε τη Γερμανία για να «ξεπλύνει» το 80% των παράνομων κερδών της, περίπου 40 δισ. ευρώ.
Η συγκεκριμένη μαφία κάνει «ξέπλυμα» στην αγορά ακινήτων αλλά και αλλού. Μέχρι πέρυσι, βάσει της γερμανικής νομοθεσίας, που ήταν πιο χαλαρή, δεν υπήρχε υποχρέωση να αποδείξουν όσοι κέρδιζαν χρήματα πώς ακριβώς τα κέρδισαν. Υπήρχε, βέβαια, πρόβλεψη για το «πόθεν έσχες», χωρίς, ωστόσο, να είναι τόσο αυστηρή όσο στην Ιταλία. Συν τοις άλλοις, εναπόκειτο στους αστυνομικούς να αποδείξουν ότι τα χρήματα αποκτήθηκαν παράνομα, ώστε να τα κατασχέσουν.
Αν παρακολουθήσει κανείς τα ντοκιμαντέρ της γερμανικής τηλεόρασης, τα δημοσιεύματα στον Τύπο και τις τηλεοπτικές αστυνομικές σειρές, θα πιστέψει ότι το Βερολίνο ελέγχεται από συμμορίες και δίκτυα της Μέσης Ανατολής. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι στην πόλη μόνο 2% των εγκληματικών πράξεων συνολικά, συμπεριλαμβανομένου και του «ξεπλύματος», διαπράττεται από τις εν λόγω συμμορίες. Η αστυνομία, βέβαια, είναι πολύ δραστήρια. Το 2017 διαλεύκανε το 93,9% των υποθέσεων «ξεπλύματος» στη Γερμανία.
Εντούτοις, ούτε οι ύποπτοι ούτε τα στοιχεία που έχει στα χέρια της επαρκούν για να κλείσει ή να ανοίξει μια έρευνα. Η γραφειοκρατία δυσχεραίνει την κατάσταση. Οι έφοδοι που έγιναν στο Νοϊκέλν για υπόθεση «ξεπλύματος» συνδέονται με ληστεία τράπεζας στο Μαρίεντορφ προ τετραετίας. Οι ληστές αφαίρεσαν 9,2 εκατ. ευρώ και εξαφανίστηκαν. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν αξιωματούχοι της αστυνομίας, οι εισαγγελείς δεν έχουν πρόσβαση σε κρατικές βάσεις δεδομένων για να διερευνήσουν την υπόθεση. Πολλοί μάρτυρες αλλά και αξιωματούχοι που έχουν πληροφορίες για περιπτώσεις «ξεπλύματος» συστηματικά εκφοβίζονται από τους εγκληματίες. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν αρκετοί τρόποι να μεταμφιεστεί το «ξέπλυμα», όπως η διασυνοριακή μεταφορά ρευστού και η χρήση του για να ανοίξουν μαγαζιά, εστιατόρια, γραφεία στοιχημάτων κ.λπ.
Καθημερινή