Η ενίσχυση (cash rebate) που προσφέρει η Ελλάδα στις εταιρείες κινηματογραφικών παραγωγών είναι από τις πλέον γενναιόδωρες παγκοσμίως, μαγνητίζοντας πολλές ξένες χολιγουντιανές παραγωγές, όπως η ταινία «Αναλώσιμοι», η οποία θα γυριστεί στη Θεσσαλονίκη. Από την έναρξη λειτουργίας του cash rebate το 2018 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2021 επιχορηγήθηκαν 171 έργα που συνοδεύονται με επενδύσεις 255 εκατ.
Ο ήλιος, η θάλασσα και το εύκρατο κλίμα προβάλλονται διαχρονικά ως τα δυνατά σημεία της Ελλάδας για την προσέλκυση επενδύσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2013 σε roadshow στο Λονδίνο ελληνικού οργανισμού για την προώθηση των ελληνικών κρατικών ακινήτων, τα καλά κλιματολογικά δεδομένα είχαν προταθεί ως ισχυρά «χαρτιά» της χώρας. Ωστόσο, είναι ίσως από τις λιγοστές φορές που ο ελληνικός ήλιος και η θάλασσα καταφέρνουν και προσελκύουν τα τελευταία χρόνια κεφάλαια σε έναν τομέα, που δεν σχετίζεται με τον τουρισμό ή την αγορά ακινήτων, δηλαδή την οπτικοακουστική παραγωγή.
Αυτή, όμως, ίσως είναι η μία πλευρά του νομίσματος, εάν ληφθεί υπόψη ότι η ενίσχυση (cash rebate) που προσφέρει η Ελλάδα είναι από τις πλέον γενναιόδωρες παγκοσμίως, μαγνητίζοντας πολλές ξένες χολιγουντιανές παραγωγές, όπως η ταινία «Αναλώσιμοι» η οποία θα γυριστεί στη Θεσσαλονίκη. Από την έναρξη λειτουργίας του cash rebate –το ποσοστό της επιστροφής επί των επιλέξιμων δαπανών αυξήθηκε το 2020 από 35% σε 40%– τον Απρίλιο του 2018 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2021, υπολογίζεται ότι επιχορηγήθηκαν συνολικά 171 έργα που συνοδεύονται με επενδύσεις 255 εκατ. ευρώ και τη δημιουργία 42.130 θέσεων εργασίας. Μόνο στην Αθήνα εκτιμάται ότι οι εταιρείες παραγωγής έχουν δαπανήσει 60 εκατ. ευρώ σε υπηρεσίες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τους. Τα ποσά αυτά, όμως, θα ήταν δυνατόν να πολλαπλασιαστούν σημαντικά. Κι αυτό διότι η βιομηχανία του θεάματος στην Ελλάδα έχει εκρηκτικά περιθώρια ανάπτυξης, όπως ανέφεραν πρόσφατα ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές του κλάδου, οι οποίοι για πρώτη φορά συνυπήρξαν σε διαδικτυακή εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ΙCC) και του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ).
Πρόκειται για τον ιδρυτή και πρόεδρο της εταιρείας παραγωγής και κινηματογραφικής και τηλεοπτικής διανομής Tanweer, Τζόζεφ Σαμάν, ο οποίος ανέφερε ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καταστεί κόμβος στον τομέα παραγωγής περιεχομένου. «Σε μερικά χρόνια, εάν όλοι εργαστούμε μαζί, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει το Χόλιγουντ της Ευρώπης. Η επιστροφή του 40% των επιλέξιμων δαπανών είναι αρκετά ελκυστική. Η Ελλάδα είναι ένα υπαίθριο στούντιο, συνδυάζει τη θάλασσα με το βουνό, διαθέτει γραφικά νησιά και ένα εύκρατο κλίμα με 300 μέρες τον χρόνο ηλιοφάνεια. Επίσης, είναι δύσκολο να βρει κάποιος χώρες, εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία, όπου οι περισσότεροι να μιλούν καλά αγγλικά», σημείωσε ο επικεφαλής της Tanweer, της οποίας η νέα δημιουργία, η ταινία «Σμύρνη μου αγαπημένη» διαθέτει έναν από τους υψηλότερους προϋπολογισμούς στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ύψους 4,5 εκατ. ευρώ.
Ο ομογενής και διευθύνων σύμβουλος των York Studios, με έδρα τη Νέα Υόρκη, Γιάννης Καλαφάτης, σημείωσε ότι η προσπάθεια της Ελλάδας για προσέλκυση κινηματογραφικών παραγωγών είναι πολλά υποσχόμενη. Η York Studios σε συνεργασία με τη βουλγαρική Nu Boyana Hellenic αναμένεται μέσα στο 2022 να ξεκινήσει την κατασκευή κινηματογραφικού στούντιο σε οικόπεδο 83 στρεμμάτων στη Θέρμη της Θεσσαλονίκης. Οι κατασκευαστικές εργασίες εκτιμάται ότι θα ξεκινήσουν μέσα στην επόμενη χρονιά, με την επένδυση να είναι ύψους 20 εκατ. ευρώ. Μέχρι όμως να εκκινήσει η κατασκευή του στούντιο, η έκταση θα φιλοξενεί γυρίσματα ταινιών, όπως η «Enforcer» με πρωταγωνιστή τον Αντόνιο Μπαντέρας και «Αναλώσιμοι» με τον Σιλβέστερ Σταλόνε, τον Τζέισον Στέιθαμ, τη Μέγκαν Φοξ και τον Αντι Γκαρσία, για τις ανάγκες της οποίας κατασκευάστηκε μια πολεμική φρεγάτα.
«Με τη ζήτηση για παραγωγές στη Νέα Υόρκη να είναι ιδιαίτερα υψηλή, η Ελλάδα παρουσιάζει πολύ μεγάλες προοπτικές στον τομέα της οπτικοακουστικής παραγωγής. Καταλύτης για την υλοποίηση της επένδυσής μας στη Βόρεια Ελλάδα υπήρξε, εκτός από τη στήριξη που έχουμε από την ελληνική κυβέρνηση και το ΕΚΟΜΕ, η συνάντησή μου με τον Γιαρίβ Λέρνερ, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας παραγωγής Nu Boyana (σ.σ.: ελέγχεται από τις αμερικανικές Nu Image και Millenium Media). Η Ελλάδα διαθέτει αναπτυγμένες υποδομές, ελκυστικές τοποθεσίες και υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, που αποτελούν παράγοντες που καθιστούν πολύ ευκολότερη τη δραστηριοποίηση στη χώρα», σημείωσε ο κ. Καλαφάτης.
Ο Γιάννης Καραγιάννης, διευθύνων σύμβουλος της JK Productions και ιδιοκτήτης των Kappa studios ανέφερε, κατά την πρόσφατη εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, του ΙCC και του ΕΚΟΜΕ, ότι η στρατηγική προσέλκυσης ξένων παραγωγών αποδίδει καρπούς, με τις ταινίες «Greek Freak» και «Crimes of the Future» να έχουν γυριστεί στις εγκαταστάσεις της εταιρείας.
Σχετικά με τον τομέα της μεταπαραγωγής (post production) και των οπτικών εφέ υψηλών προδιαγραφών, που έχει αναπτυχθεί σε πολύ μικρό βαθμό στην Ελλάδα, ο Δημήτρης Ευαγγελόπουλος επικεφαλής των «Στούντιο Αλφα» ανέφερε ότι προϋπόθεση για την ενίσχυση της συγκεκριμένης δραστηριότητας είναι η ύπαρξη επαρκούς όγκου οπτικοακουστικών έργων που να απαιτούν αυτού του είδους την τεχνική επεξεργασία. «Εκτιμούμε ότι αυτό θα συμβεί ενόψει των παραγωγών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα», σημείωσε.
«Η Ελλάδα αποτελεί, ενδεχομένως, την καλύτερη τοποθεσία σε όλο τον κόσμο για τη φιλοξενία κινηματογραφικών και τηλεοπτικών γυρισμάτων», σημείωσε η Γέλενα Πόποβιτς, σκηνοθέτης της ταινίας «Ο άνθρωπος του θεού», που επιχορηγήθηκε με 414,2 χιλ. ευρώ μέσω του καθεστώτος cash rebate.
Κατά το τελευταίο διάστημα στο καθεστώς ενίσχυσης του ΕΚΟΜΕ έχουν ενταχθεί η σειρά μυθοπλασίας 100 επεισοδίων «Η τελευταία ώρα», με επιχορήγηση 608,3 χιλ. ευρώ και οι ταινίες «Μουσική», «Under the eyelashes» και «Το βράδυ υποχωρεί», με ενίσχυση 300 χιλ. ευρώ, 155,4 χιλ. ευρώ και 27,5 χιλ. ευρώ αντίστοιχα. Εκτός από το καθεστώς επιχορήγησης επιλέξιμων δαπανών –για κάθε 100 ευρώ που δαπανάει στη χώρα μας ένας παραγωγός εισπράττει τα 40– προβλέπεται και η χορήγηση κινήτρου φορολογικής ελάφρυνσης ύψους 30%.
Να μη χρειάζονται κούτες από έγγραφα
Δεν λείπουν πάντως οι παθογένειες - παιδικές ασθένειες από το καθεστώς επιδότησης, οι οποίες όμως δεν σχετίζονται με όσα έχει υποστηρίξει, κατά καιρούς, η αξιωματική αντιπολίτευση ότι τα κίνητρα που δίνονται δεν συνοδεύονται από μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την ελληνική οπτικοακουστική βιομηχανία. Αλλά, ως επί το πλείστον, με διαδικαστικού χαρακτήρα ζητήματα.
«Λειτουργεί προβληματικά το γεγονός ότι πρέπει να προσκομίζουμε σε φυσική μορφή τα τιμολόγια των δαπανών μας. Για κάθε παραστατικό, πρέπει να δημιουργούμε ένα αντίγραφο που πρέπει να προσκομίζουμε, με αποτέλεσμα όταν πρόκειται για μια μεγάλη παραγωγή να καταλήγουμε με κούτες από έγγραφα», σημείωσε ο κ. Σαμάν.
Ο ιδρυτής της Tanweer προτείνει ακόμη να αυξηθεί το όριο, ύψους 900 χιλ. ευρώ, της χρηματοδότησης που είναι σε θέση να αιτηθούν οι δικαιούχοι μέσω του ταμείου εγγυοδοσίας δανείων επιχειρήσεων παραγωγής οπτικοακουστικών έργων. Σήμερα, το συγκεκριμένο χρηματοδοτικό εργαλείο, συνολικού δυνητικού προϋπολογισμού δανείων 62,5 εκατ. ευρώ, προβλέπει ότι κάθε επιχείρηση-δικαιούχος έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί τη λήψη τραπεζικού δανείου από 25.000 ευρώ έως 900.000 ευρώ, για την κάλυψη των αναγκών του σε κεφάλαιο κίνησης, αλλά και τη χρηματοδότηση επενδυτικών του σχεδίων. Το Ταμείο παρέχει εγγύηση σε ποσοστό 80% επί του ύψους του δανείου, ενώ οι τράπεζες δεν επιτρέπεται να ζητήσουν εμπράγματες εξασφαλίσεις για δάνεια έως 50.000 ευρώ.
Οσον αφορά τις υποδομές, είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η ταχύτητα του ασύρματου Διαδικτύου «που είναι χαμηλή στην Ελλάδα», όπως ανέφερε ο κ. Καλαφάτης.
Την ίδια στιγμή, ζητούμενο, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, είναι να αναβαθμιστεί περαιτέρω ο ρόλος της Ελλάδας για την παγκόσμια βιομηχανία του θεάματος με στόχο να είναι δυνατή η ταυτόχρονη υποστήριξη ενός μεγάλου όγκου έργων. Για να επιτευχθεί όμως αυτό απαιτείται καταρτισμένο προσωπικό που είναι συχνά δυσεύρετο, όπως και η κατασκευή νέων κινηματογραφικών στούντιο υψηλών προδιαγραφών, δεδομένου ότι οι εγκαταστάσεις που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα δεν επαρκούν για να ικανοποιήσουν την ενισχυμένη ζήτηση για ελληνικές και ξένες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Ενα ακόμη κομμάτι που λείπει από το παζλ σχετίζεται με την ψηφιακή μεταπαραγωγή (post-production) και τα οπτικά εφέ, ένας τομέας της οπτικοακουστικής παραγωγής που δεν έχει αναπτυχθεί και συνοδεύεται με πολύ υψηλό κόστος.
Σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ, η άμεση συνεισφορά στην οικονομία των οπτικοακουστικών παραγωγών αυτών είναι ύψους 108 εκατ. ευρώ, ενώ η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ τοποθετείται σε 686 εκατ. ευρώ. Εκτιμάται ότι επενδύσεις ύψους 25 εκατ. ευρώ είναι δυνατόν να δημιουργήσουν περισσότερες από 755 θέσεις εργασίας, από τις οποίες 223 συνδέονται άμεσα με την παραγωγή και αυξάνουν το ΑΕΠ κατά 39 εκατ. ευρώ.
Δημήτρης Δελεβέγκος Καθημερινή