Το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank δείχνει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στη χώρα κινείται σε υψηλά επίπεδα, αλλά με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, λόγω των σκληρών μέτρων που απαιτεί. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Alpha Bank, το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος προσέγγιζε το 2009 το 15,3% του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος. Από αυτό το ποσοστό, το 5% αφορούσε πληρωμή τόκων και το υπόλοιπο 10,3% την υπέρβαση των πρωτογενών δαπανών έναντι των φόρων, δηλαδή το πρωτογενές έλλειμμα.
H Alpha Bank αναφέρει στην ανάλυσή της: "Παρά τη μεγάλη αύξηση της ανεργίας τα επόμενα χρόνια που συρρίκνωσε τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών και αύξησε τις δαπάνες για επιδόματα ανεργίας, η χώρα εξάλειψε την ανωτέρω δημοσιονομική ανισορροπία επιτυγχάνοντας για πρώτη φορά πρωτογενές πλεόνασμα το 2013 και παρέμεινε πλεονασματική τα επόμενα δύο χρόνια. Το 2016 εκτιμάται ότι παρέμεινε πλεονασματικό υπερβαίνοντας τον στόχο που έχει τεθεί βάσει του τρίτου προγράμματος προσαρμογής. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του National Bureau of Economic Research, η επιτευχθείσα προσαρμογή ευθύνεται κατά το ήμισυ για την ύφεση της περιόδου 2009-2015, ενώ η κρίση εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία εξαιτίας των υψηλών επασφαλίστρων κινδύνου και της πολιτικής αβεβαιότητας ευθύνεται για το υπόλοιπο μισό. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης, ωστόσο, έχει και το ίδιο το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής που εν τέλει επικράτησε, που στηρίχθηκε, σε μεγαλύτερο βαθμό, στο σκέλος των φορολογικών εσόδων και την περικοπή των δαπανών του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, από ότι στον περιορισμό των πρωτογενών δαπανών.
Έχοντας επιτύχει τα ανωτέρω η χώρα οφείλει να αντιμετωπίσει πλέον μία βασική πρόκληση σε συνεργασία με τους ευρωπαίους εταίρους. Την ανάκτηση της εμπιστοσύνης του διεθνούς επενδυτικού κοινού ώστε (α) να στηρίξει την ανάκαμψη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω της εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων και (β) να επιτύχει την πρόσβαση στο διεθνή δανεισμό για την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών του κράτους. Τούτο προϋποθέτει την παρουσίαση ενός ρεαλιστικού και δομημένου προγράμματος μειώσεως του δημοσίου χρέους. Η αρχιτεκτονική του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής δίνει βάρος στην διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο επίπεδο του 3,5% σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα από το 2018 και μετά.
Όπως έχουμε επισημάνει αυτή η πολιτική είναι αμφίβολο εάν εξυπηρετεί τον ίδιο τον σκοπό της βιωσιμότητας του χρέους διότι η μειωτική επίδραση του πρωτογενούς πλεονάσματος επί του λόγου χρέους προς ΑΕΠ «αντισταθμίζεται από τον χαμηλότερο του δυνητικού ρυθμού μεγεθύνσεως της οικονομίας που συνεπάγεται η παραμονή επί μακρόν σε καθεστώς υψηλών πλεονασμάτων» (Εβδομαδιαίο Δελτίο, 9 Δεκεμβρίου 2016). Επιπλέον, η επίτευξη αυτού του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι πρωτόγνωρη για μία χώρα με υψηλό ποσοστό ανεργίας, όπως επισημαίνεται στην πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το Ταμείο προτείνει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της συμπιέσεως της παραοικονομίας και της μειώσεως του αφορολογήτου ορίου, ως ενδεικτικά μέτρα για την επίτευξη των στόχων για τα πλεονάσματα".