Οι προσδοκίες μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να μειώσουν το ενεργειακό κόστος με φωτοβολταϊκά και μπαταρίες διαψεύδονται, επειδή το δίκτυο δεν τα «σηκώνει».
Προσγειώνονται απότομα στην... πόρτα του ΔΕΔΔΗΕ οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν μέσα στην ενεργειακή κρίση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ότι μπορούν να μειώσουν το ενεργειακό τους κόστους και να οχυρωθούν έναντι μελλοντικών υψηλών διακυμάνσεων.
Οχι μόνο γιατί σε πολλές περιοχές της χώρας το δίκτυο είναι κορεσμένο, δεν διαθέτει δηλαδή χωρητικότητα για να υποδεχθεί και να μεταφέρει περισσότερη ενέργεια. Αλλά γιατί το πεπαλαιωμένο δίκτυο και οι υποσταθμοί του ΔΕΔΔΗΕ δεν μπορούν να σηκώσουν ούτε συστήματα αυτοκατανάλωσης με μηδενική έγχυση, ακόμη κι αν αυτά διαθέτουν μπαταρία αποθήκευσης.
Και σε ό,τι αφορά μεν τα νοικοκυριά, για φωτοβολταϊκά συστήματα με ή χωρίς μπαταρία έως 10 KW δεν υπάρχει πρόβλημα σύνδεσης με το δίκτυο, καθώς με νόμο (4951/2022) δεσμεύτηκε η διάθεση ηλεκτρικού χώρου έως 10 MW. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις μικρές και μεσαίες εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, που το κόστος ρεύματος συνδέεται άμεσα με την ανταγωνιστικότητά τους και αναζήτησαν διέξοδο από τις υψηλές τιμές στα συστήματα αυτοκατανάλωσης. Μέχρι και τον Αύγουστο του 2023 κατατέθηκαν στον ΔΕΔΔΗΕ 7.180 αιτήσεις από επιχειρήσεις για συστήματα αυτοκατανάλωσης (με έγχυση στο δίκτυο) συνολικής ισχύος 1.200 MW και από αυτές έχουν ενεργοποιηθεί 2.775, συνολικής ισχύος 270 MW.
Ο μεγάλος ασθενής
«Υπάρχει ένας οργασμός στην αγορά, που όμως δεν αποτυπώνεται στην πράξη. Το μεγάλο εμπόδιο είναι το θέμα των δικτύων. Ο ΔΕΔΔΗΕ είναι μέρος του προβλήματος. Ο μεγάλος ασθενής. Πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθεί με προσωπικό, να προσλάβει τα κατάλληλα στελέχη, να βρει τρόπους να στηρίξει τα δίκτυα. Εργα πάνω από 50 KW περιμένουν απάντηση πάνω από έξι μήνες. Πώς θα γίνει ανταγωνιστική μια επιχείρηση με αυτά τα δεδομένα;», δηλώνει στην «Κ» παράγοντας της αγοράς.
«Ο ΔΕΔΔΗΕ απορρίπτει ακόμη και έργα με μπαταρία, χωρίς έγχυση στο δίκτυο. Θα φτάσουν σε σημείο απόγνωσης οι εταιρείες και θα κάνουν έργα χωρίς να ενημερώνουν κανέναν. Θα αναγκάσουν τον Ελληνα επιχειρηματία να παρακάμψει τη διαδικασία και να παρανομήσει», τονίζει άλλος παράγοντας, μεταφέροντας παράδειγμα εξαγωγικής εταιρείας στην Αττική, που περιμένει πάνω από 1,5 χρόνο να συνδεθεί με το δίκτυο.
Ο νόμος δίνει τη δυνατότητα εγκατάστασης συστημάτων αυτοκατανάλωσης με μηδενική έγχυση στο δίκτυο. Την ενέργεια που παράγεις την καταναλώνεις στις εγκαταστάσεις σου. Επικαλείται, όπως εξηγούν εταιρείες που βρέθηκαν προ αδιεξόδου, πρόβλημα «στάθμης βραχυκύκλωσης», με την αιτιολογία ότι ακόμη και μια ελάχιστη ποσότητα ενέργειας να φύγει προς το δίκτυο μέχρι αυτό να γίνει αντιληπτό, θα καταρρεύσει ο μετασχηματιστής.
Σε δεκάδες υποσταθμούς το όριο «στάθμης βραχυκύκλωσης» έχει εξαντληθεί ή τείνει να εξαντληθεί, όπως για παράδειγμα του Μαρκοπούλου και του Ασπροπύργου στην Αττική, των Αγ. Θεοδώρων, της Κοζάνης, του Αμυνταίου, της Καστοριάς, της Βέροιας, της Σίνδου στη Θεσσαλονίκη, της Δράμας, της Κομοτηνής, του Στεφανοβικείου Μαγνησίας, του Αλμυρού, της Μεγαλόπολης, της Αμφιλοχίας, της Πρέβεζας, της Αρτας κ.ά.
Οι ενεργές αιτήσεις για εμπορικά έργα ενεργειακών κοινοτήτων, δηλαδή έργα που προορίζονται για πώληση της παραγόμενης ενέργειας σε αυτούς τους δήμους (λιγνιτικών περιοχών), φτάνουν ήδη τις 491 για 428,6 μεγαβάτ. Ωστόσο, για το 75% των αιτήσεων στη Δυτική Μακεδονία και για το 66,7% στην Πελοπόννησο υπάρχει αδυναμία σύνδεσης με το δίκτυο.
Ας ξεκινήσει από κάπου...
«Υπάρχουν πολλές τεχνικές λύσεις. Η ιδανική που την αποδέχεται και ο ΔΕΔΔΗΕ είναι να αναβαθμίσεις τους υποσταθμούς, να αλλάξεις κάποιον εξοπλισμό, αλλά όχι μόνο στον υποσταθμό, αλλά και στις γραμμές σε ακτίνα ενός ή τριών χιλιομέτρων, ανάλογα με τη δυναμικότητα που θα προσθέσεις στον υποσταθμό», τονίζουν από την αγορά των φωτοβολταϊκών. Διερωτούνται δε, γιατί ο ΔΕΔΔΗΕ δεν προχωράει στην αναβάθμιση, ενώ έχει κάνει σχετικές μελέτες και γνωρίζει πώς πρέπει να κινηθεί. «Δεν χρειάζεται να παρέμβει σε ολόκληρη τη χώρα. Ας ξεκινήσει όμως από κάπου. Ας ξεκινήσει από την Αττική, τη βιομηχανική ζώνη του Ασπροπύργου όπου είναι εγκατεστημένες τόσες επιχειρήσεις και ο υποσταθμός δεν μπορεί να υποδεχθεί ούτε συστήματα χωρίς έγχυση στο δίκτυο». Είναι αυτονόητο ότι αυτές οι εταιρείες, όπως και άλλες στις περιοχές της χώρας που οι υποσταθμοί έχουν πρόβλημα «στάθμης βραχυκύκλωσης» δεν θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν το πρόγραμμα «Φωτοβολταϊκά σε επιχειρήσεις», συνολικού προϋπολογισμού 160 εκατ. ευρώ από κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, που αναμένεται να ανακοινωθεί εντός του Οκτωβρίου.
Το δίκτυο φρενάρει και τις επενδύσεις των ενεργειακών κοινοτήτων για εμπορικά έργα στις λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Πελοποννήσου. Οι αιτήσεις από ενεργειακές κοινότητες για αυτής της κατηγορίας έργα στις δύο περιοχές φτάνουν ήδη τις 491 για ισχύ 428,6 MW. Για το 75% των αιτήσεων, ωστόσο, στη Δυτική Μακεδονία και το 66,7% των αιτήσεων στην Πελοπόννησο υπάρχει αδυναμία σύνδεσης με το δίκτυο.
«Ο ΔΕΔΔΗΕ θα πρέπει να αναθεωρήσει τα σχέδια ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των δικτύων ώστε να διευκολυνθεί η εγκατάσταση έργων αυτοκατανάλωσης. Επίσης, με σχετική νομοθετική ρύθμιση θα πρέπει να προβλεφθεί ότι ο νέος ηλεκτρικός χώρος που προκύπτει από παρεμβάσεις επέκτασης ή και ενίσχυσης του δικτύου θα διατεθεί κατά προτεραιότητα σε έργα αυτοκατανάλωσης», δηλώνει στην «Κ» ο Στέλιος Ψωμάς, σύμβουλος του Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών.
Πανευρωπαϊκό πρόβλημα
Το πρόβλημα των δικτύων σε ό,τι αφορά στους εν γένει στόχους για την ενεργειακή μετάβαση δεν αφορά πάντως μόνο τον ΔΕΔΔΗΕ και επίσης δεν είναι μόνο ελληνικό. Είναι η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Το 40% των ευρωπαϊκών δικτύων, σύμφωνα με στοιχεία της Eurelectric είναι ηλικίας άνω των 40 ετών. Οταν σχεδιάζονταν αυτά τα δίκτυα, η φύση του ηλεκτρικού συστήματος ήταν πολύ διαφορετική. Βασιζόταν σε τεράστιους κεντρικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής εκατοντάδων μεγαβάτ. Σήμερα η ανανεώσιμη παραγωγή είναι διάσπαρτη, εκατομμύρια φωτοβολταϊκά σε στέγες, αντλίες θέρμανσης και ηλεκτρικά οχήματα, ηλεκτρολύτες που παράγουν υδρογόνο. Η ικανότητα των δικτύων να ενσωματώνουν την αποκεντρωμένη ενέργεια είναι περιορισμένη, καθώς οι AΠΕ αυξάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό απ’ ό,τι τα δίκτυα, με αποτέλεσμα μάλιστα ακόμη και οι υφιστάμενες ΑΠΕ να «τιμωρούνται» με περικοπές ενέργειας. «Είναι η ώρα να στρέψουμε την προσοχή μας από τους στόχους και τους κανόνες στο τι χρειάζεται για να επιτευχθούν. Αυτό σημαίνει να θέσουμε τα δίκτυα στο επίκεντρο της συζήτησης», τόνισε πρόσφατα η επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον, ανακοινώνοντας ότι θα χρειαστούν επενδύσεις 584 δισ. ευρώ για τα δίκτυα ηλεκτρισμού έως το 2030.
«Η παραγωγή ενέργειας είναι μόνο μέρος της λύσης. Δεν θα φτάσουμε πουθενά με όλους αυτούς τους πόρους, εάν τα δίκτυά μας δεν ανταποκρίνονται. Είναι επείγον να προωθήσουμε την επέκταση και την ψηφιοποίηση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας», δήλωσε ο Κρίστιαν Ρούμπι, γενικός γραμματέας της Eurelectric, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βαρόμετρου για την ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού.
Χρύσα Λιάγγου, Καθημερινή