Σοβαρό πλήγμα στην παραγωγή και τις εξαγωγές από τις καταστροφικές πλημμύρες «βλέπουν» εκπρόσωπου του κλωστοϋφαντουργικού κλάδου. Η Θεσσαλία συνεισφέρει το 40% της συνολικής ελληνικής παραγωγής.

Σημαντικές απώλειες θα καταγράψει φέτος η ελληνική σοδειά βάμβακος, στον απόηχο της κακοκαιρίας Daniel που έπληξε την Θεσσαλία, περιοχή από την οποία προέρχεται το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής παραγωγής του υψηλής ποιότητας αγροτικού προϊόντος. Όπως σημειώνει στο BD ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών, κ. Ελ. Κούρταλης, η έκταση της ζημιάς είναι ακόμη αδιευκρίνιστη όμως μιλάμε για καταστροφή στην καρδιά των καλλιεργειών, ακριβώς πριν την συγκομιδή, μέσα στον Οκτώβριο και στη συνέχεια τον εκκοκισμό μέχρι το τέλος του έτους.

«Είναι προφανές ότι θα πληγεί τόσο η παραγωγή για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών όσο και οι εξαγωγές, οι οποίες αγγίζουν σε αξία τα 700 εκατ ευρώ ετησίως», σημειώνει ο πρόεδρος του ΣΕΒΚ, υπογραμμίζοντας ότι αυτές οι απώλειες θα προστεθούν στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα του κλάδου, όπως είναι τα υψηλά ενεργειακά κόστη, αλλά και η επιβράδυνση της ζήτησης από την Ευρώπη, εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού.

Ο κ. Κούρταλης περαιτέρω επισημαίνει ότι ήδη στο τετράμηνο του τρέχοντος έτους οι εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών ειδών συνολικά ήταν μειωμένες κατά 7%, συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάσημα, ενώ το έτος αναμενόταν να κλείσει με κάμψη συνολικά, ακριβώς λόγω της μειωμένης ζήτησης.

Από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Επιλέκτου Κλωστοϋφαντουργίας, κ. Ευ. Δοντάς, σημειώνει ότι η Θεσσαλία παρείχε το 40% της συνολικής παραγωγής βάμβακος στην Ελλάδα, και τα στοιχεία δείχνουν να έχει απολέσει -μέχρι στιγμής- τουλάχιστον το 50% αυτής της παραγωγής. «Κατ’ επέκτασιν, εκτιμώ ότι οι απώλειες συνολικά για την ελληνική παραγωγή βάμβακος θα κυμανθούν περί του 20%», υπογραμμίζει ο κ. Δοντάς.

Ο ίδιος αναφέρει ότι χάρη στα ισχυρά αντιπλημμυρικά έργα πέριξ των εγκαταστάσεων της Επιλέκτου, ο όμιλος δεν υπέστη απώλειες από τη σφοδρή κακοκαιρία, ωστόσο είναι μεγάλες οι ζημιές σε οδικό δίκτυο και περιουσιακά στοιχεία στην περιοχή. Μένει να φανεί επίσης η επίδραση της χαμένης φετινής σοδειάς και στο επόμενο έτος, σε συνάρτηση και με την ήδη πτωτική πορεία των εξαγωγών κλωστοϋφαντουργικών ειδών, εξαιτίας παραγόντων όπως οι πληθωριστικές πιέσεις που πλήττουν ιδιαιτέρως την Ευρώπη, οι οποίες προστίθενται στην πρόσφατη φυσική καταστροφή.

Σημειώνεται ότι το ελληνικό βαμβάκι είναι κορυφαίας ποιότητας και δεν συγκρίνεται ούτε με την παραγωγή της Τουρκίας αλλά ούτε και τρίτων χωρών, όπως το Πακιστάν και η Κίνα. Η Αίγυπτος είναι η χώρα παραγωγός επίσης κορυφαίας ποιότητας βάμβακος, το οποίο ωστόσο, όπως σημειώνει ο κ. Κούρταλης, καθώς είναι περιορισμένης ποσότητας, εξάγεται σχεδόν στο σύνολο του σε βιομηχανίες που παράγουν είδη υψηλής ποιότητας και ανάλογης τιμής.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι οι ακραίες καιρικές συνθήκες αναμένεται να μεταβάλουν το τοπίο ως προς την παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών ειδών και ρούχων και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ανατρέποντας τα μέχρι σήμερα δεδομένα. Πρόσφατη μελέτη του αμερικανικού Πανεπιστημίου Cornell σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Schroders, προειδοποιεί για απώλειες εσόδων της τάξεως των 65 δισ. δολαρίων μέχρι το 2030, συγκεκριμένα για τέσσερις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, το Μπανγκλαντές, το Πακιστάν, το Βιετνάμ και την Καμπότζη, εξαιτίας της ολοένα και συχνότερης εκδήλωσης ακραίας ζέστης και καταστροφικών πλημμυρών. Η ποσοστιαία κάμψη των εσόδων τους από τις εξαγωγές αγγίζει το 22% μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ενώ σε τουλάχιστον 1 εκατομμύριο υπολογίζονται οι χαμένες θέσεις εργασίας στο ίδιο διάστημα. 

Πόλεις όπως η Ντάκα, η Πνομ Πέν, το Καράτσι, η Λαχόρη, η Χο Τσι Μινχ Σίτι και το Ανόι, όπου λειτουργεί η πλειονότητα των εργοστασίων παραγωγής ρούχων στις 4 χώρες αναφέρονται ως οι πλέον ευάλωτες στα ακραία καιρικά φαινόμενα, με τους επιστήμονες του Cornell να υπολογίζουν τις εκτιμώμενες απώλειες με βάση το σενάριο επανάληψης των όσων έχουν ήδη συμβεί και χωρίς την λήψη κανενός μέτρου εκ μέρους των κυβερνήσεων ή διεθνών οργανισμών για την θωράκισή τους. Σημειώνεται ότι οι συγκεκριμένες χώρες συνεισφέρουν το 18% των παγκόσμιων εξαγωγών ρούχων, απασχολώντας περισσότερους από 10,6 εκατ. εργαζόμενους.

Μαίρη Λεμπέση, businessdaily.gr