Μειωμένη εμφανίζεται η παραγωγή ελληνικού ρυζιού, όπως φάνηκε από τις εργασίες του 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ρυζιού.«Η ελληνική ορυζοπαραγωγή δεν καλύπτει ούτε καν το μισό της εγχώριας ζήτησης. Σε ό,τι αφορά την ποικιλία καρολίνα, η ετήσια κατανάλωση στην Ελλάδα είναι περίπου 20.000 τόνοι, αλλά φέτος καλλιεργήσαμε γύρω στα 17.000 στρέμματα, τα οποία δίνουν περί τους 9.500 τόνους», ανέφερε η πρόεδρος του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδος, Γεωργία Κωστηνάκη.Οι εισαγωγές ρυζιού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως από Πακιστάν και Μιανμάρ, έχουν αυξηθεί κατά 58%, φτάνοντας το 2023 τους 892.000 τόνους έναντι 450.000 τόνων το 2021, καλύπτοντας συμπληρωματικές ανάγκες της ελληνικής αγοράς.
Η αγορά του ελληνικού ρυζιού σε αριθμούς
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται από 240.000 έως 250.000 στρέμματα ρυζιού, εκ των οποίων 233.000 αφορούν ποικιλίες ρυζιών και 15.000 βιολογικής καλλιέργειας. Το 10% αφορά ποικιλίες καρολίνα, το 30% ποικιλία indica και το 60% ποικιλία japonica. Ετησίως, παράγονται από 220.000 έως 230.000 τόνοι ρυζιού, εκ των οποίων το 40% καταναλώνεται στη εγχώρια αγορά και το 60% εξάγεται. Συνολικά, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι μειωμένες κατά 15% για την περίοδο 2022 – 2023 και η παραγωγή ρυζιού, αντίστοιχα, κατά 26%. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα κατέχει την τρίτη θέση στην παραγωγή ρυζιού εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με μερίδιο 10%. Πρώτη, με μερίδιο άνω του 50%, είναι η Ιταλία και ακολουθεί η Ισπανία με 17%.Σύμφωνα με τον διευθυντή πωλήσεων της Agrino, Βασίλη Μπεγκλή, «έχουν περιοριστεί σημαντικά οι ποσότητες κατανάλωσης ρυζιού στην Ελλάδα». Ο ίδιος περιέγραψε αύξηση όγκου πωλήσεων τυποποιημένου ρυζιού στο οργανωμένο λιανεμπόριο κατά 7,4% την περίοδο 2022 – 2023 και αύξηση αξίας κατά 4,7%: «Έχουν μειωθεί οι ποσότητες των συσκευασιών που αγοράζουν οι καταναλωτές. Δεν αγοράζουν πια συσκευασίες ενός ή δύο κιλών, αλλά 500 γραμμαρίων. Υπάρχει ανάγκη για ένα ποιοτικό ρύζι αλλά και για αύξηση της κατανάλωσής του», εξήγησε.
Το μέλλον και οι ευκαιρίες του ελληνικού ρυζιού
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Αγροτικής Εταιρικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης (ΕΑΣΘ), Χρήστος Τσιχήτας, αποκάλυψε ότι υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι το ρύζι μπορεί να καλλιεργηθεί και με λιγότερο νερό. «Η ορυζοκαλλιέργεια έχει μέλλον στη Θεσσαλονίκη και στη χώρα», είπε.Η κυρία Κωστηνάκη, με το βλέμμα στο μέλλον, κάλεσε για απεμπλοκή από την αποκλειστική μονοκαλλιέργεια ρυζιού και πρότεινε καλλιέργεια ποικιλιών για ριζότο, οι οποίες θα μπορούσαν εύκολα να διεκδικήσουν σήμανση ως «παραγόμενες στην Ελλάδα». Η εμπορία ρυζιού για συγκεκριμένες συνταγές έχουν αυξανόμενη ζήτηση στη διεθνή αγορά, όπως το ρύζι για παέγια ή το ρύζι για σούσι. Η Ελλάδα έχει προωθήσει μόνο το ρύζι για γεμιστά, αλλά μόνο περιπτωσιολογικά και όχι συντεταγμένα. «Έχουμε τα εφόδια και τα προσόντα να καταστήσουμε το ελληνικό ρύζι ανταγωνιστικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς να αντλούμε γνώση από τα παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών ορυζοπαραγωγών χωρών, όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία. Εκεί παραμέρισαν τις όποιες διαφορές μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα και επικεντρώθηκαν στην ουσία», σημείωσε.Πάνω από το 85% της παραγωγής και μεταποίησης ρυζιού σε όλη την Ελλάδα παράγεται στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, σημείωσε το 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ρυζιού ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελληνικού Ρυζιού (ΕΔΟΡΕΛ) και του Α’ Αγροτικού Συνεταιρισμού Χαλάστρας, Χρήστος Γκαντζάρας.«Πρόκειται για προϊόν άκρως ανταγωνιστικό και κυρίως ασφαλές προς κατανάλωση, καθώς εφαρμόζονται όλοι οι ευρωπαϊκοί κανόνες, με αποτέλεσμα να παράγεται προϊόν ξεκάθαρα ποιοτικότερο από οποιοδήποτε προϊόν εισάγεται από τρίτες χώρες», πρόσθεσε.
Ο ρόλος της ενδυνάμωσης των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λευτέρης Αυγενάκης, γνωστοποίησε ότι στο τέλος Φεβρουαρίου θα εισαχθεί προς διαβούλευση το νομοσχέδιο για τη λειτουργία του συνόλου των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα. Κάλεσε τους επικεφαλής των φορέων να καταθέσουν άμεσα προτάσεις. «Πώς γίνεται να μην έχουμε Διεπαγγελματικές Οργανώσεις σε προϊόντα όπως το μέλι, το ροδάκινο και το λάδι;», διερωτήθηκε. Ο Γενικός Γραμματέας Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γιώργος Στρατάκος στάθηκε στην ενδυνάμωση των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων την οποία θα δημιουργήσει μέσω του σχεδιαζόμενου νομοθετήματος κι ακόμη, σημείωσε ότι οι καταστροφές από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία τελικά θα κοστίσουν στην ελληνική πολιτεία μεταξύ 3 και 3,5 δισ. ευρώ.
foodreporter