Με κινητήριο δύναμη τη ζήτηση από την Κίνα και την αυξανόμενη χρήση βιοκαυσίμων συνεχίζεται το ράλι τιμών στα αγροτικά εμπορεύματα, που σύμφωνα με αναλυτές δεν θα ανακοπεί σύντομα.

Τα αγροτικά εμπορεύματα βρίσκονται σε ανοδική πορεία και οι τιμές τους αναμένεται να ενισχύονται περαιτέρω για αρκετά χρόνια. Σύμφωνα με ορισμένους από τους κορυφαίους διαπραγματευτές προϊόντων και πρώτων υλών στον κόσμο, κινητήριος δύναμη της ανόδου θα είναι η κινεζική ζήτηση και η αυξανόμενη ζήτηση για βιοκαύσιμα. Στελέχη των εταιρειών Cargill, Cofco, Viterra και Scoular προεξοφλούν πως οι αγορές αραβοσίτου, σόγιας και σιταριού θα παραμείνουν ισχυρές τα επόμενα δύο με τέσσερα χρόνια.

Τις τελευταίες εβδομάδες οι τιμές αυτών των βασικών ειδών διατροφής έχουν μειωθεί από τα υψηλά επίπεδα πολλών ετών, καθώς το αμερικανικό δολάριο έχει κινηθεί ανοδικά και προβλέπονται βροχές στα μεσοδυτικά των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, όμως, οι τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων του αραβοσίτου είναι διπλάσιες σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, στα 3,29 δολάρια το μπούσελ, όπως αποκαλείται η βασική μονάδα εμπορίας του είδους, της σόγιας στα 14,31 δολάρια και είναι 65% υψηλότερες, ενώ το σιτάρι έχει σημειώσει άνοδο σχεδόν κατά 33%, στα 6,54 δολάρια. Μιλώντας στους Financial Times ο Ντέιβιντ Ματίσκε, διευθύνων σύμβουλος της Viterra, τόνισε πως βλέπουμε μια παρατεταμένη άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων καθώς «βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον που καθοδηγείται από τη ζήτηση, από τον αυξανόμενο πληθυσμό, τον αυξανόμενο πλούτο, την αύξηση της κατανάλωσης. Και σε αυτό προστίθεται πως έχουμε αυξημένη ζήτηση για καύσιμα που παράγονται από τα φυτά».

Οι υψηλότερες τιμές θα ευνοήσουν τους αγρότες που έχουν πληγεί από τις μακροχρόνια στάσιμες τιμές της σοδειάς. Ωστόσο, θα σημάνουν υψηλότερο κόστος τροφίμων για τους εισαγωγείς σιτηρών και ελαιοσπόρων, ιδιαίτερα για τις φτωχότερες χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες με τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας καθώς και τις αυξανόμενες τιμές τροφίμων.

Οι αγορές σιτηρών και σόγιας είδαν μια μεγάλη ώθηση στο β΄ εξάμηνο του περασμένου έτους, καθώς οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες έσπευσαν να συγκεντρώσουν αποθέματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η Κίνα, που είχε μια φτωχή σοδειά αραβοσίτου, έκανε μεγάλες αγορές, εισάγοντας την ποσότητα-ρεκόρ των 11,3 εκατ. τόνων πέρυσι, με πάνω από το ένα τρίτο του συνόλου να προέρχεται από τις ΗΠΑ.

Οι εκτεταμένες εισαγωγές αραβοσίτου στις οποίες προχώρησε πέρυσι η Κίνα, που προηγουμένως στόχευσε στην αυτάρκεια, εξέπληξαν τους παράγοντες της αγοράς και τους αναλυτές και πυροδότησαν μια συζήτηση για το κατά πόσον πρόκειται για αναπλήρωση των ελλείψεων μετά το σοκ της πανδημίας ή για μια νέα πολιτική αυξημένων αγορών που θα συνεχιστεί. Εχει προηγηθεί ανεπάρκεια στην προσφορά βασικών ειδών διατροφής και πρώτων υλών και αρκετά στελέχη πιστεύουν πως αυτή θα παραταθεί, αναγκάζοντας την αναδυόμενη δύναμη να συνεχίσει να εισάγει αραβόσιτο. Σύμφωνα με τον Μαρτσέλο Μαρτένς, επικεφαλής του τμήματος σιτηρών και ελαιοσπόρων του κινεζικού κρατικού ομίλου Cofco International, «το έλλειμμα προσφοράς ήρθε για να μείνει».

Εν τω μεταξύ, η ζήτηση για βιοκαύσιμα, που οδηγεί σε αύξηση των τιμών της σόγιας και του σογιέλαιου, είναι «πρωτοφανής», σύμφωνα με τον Πολ Μάας, διευθύνοντα σύμβουλο της αμερικανικής εταιρείας εμπορίας αγροτικών εμπορευμάτων Scoular. Πιο επιφυλακτικός δηλώνει, πάντως, ο Γκάρι Μακγκίγκαν, στέλεχος της Archer Daniels Midland, που επισημαίνει πως «έχουμε δει μια σημαντική διόρθωση στις τιμές τις τελευταίες εβδομάδες».

Κινητήριος δύναμη, οι εκτεταμένες εισαγωγές της Κίνας και η αυξανόμενη ζήτηση για βιοκαύσιμα.

Καθημερινή