Κερδοσκοπικά παιχνίδια μέσα από τη δημιουργία τεχνητών ελλείψεων σε διάφορα προϊόντα και ειδικά στις ζωοτροφές καταγγέλλουν πλέον ανοιχτά όχι μόνο κτηνοτρόφοι, αλλά και φορείς που έχουν άμεση σχέση με τη γαλακτοβιομηχανία. Οι αυξήσεις που καταγράφονται στην τιμή του καλαμποκιού και της σόγιας, αυξήσεις που φτάνουν ακόμη και το 100%, υποστηρίζουν ότι δεν αντιστοιχούν στο υψηλό κόστος παραγωγής, καθώς πρόκειται για ζωοτροφές που παρήχθησαν το 2021, πριν από την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους και των τιμών των πρώτων υλών στα ύψη, ενώ ισχυρίζονται ότι υπάρχουν τεχνητές ελλείψεις.
Οι καταγγελίες αυτές έχουν φτάσει και στα συναρμόδια υπουργεία, στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και στο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι θα έχουν μια πιο σαφή εικόνα για το τι πραγματικά συμβαίνει από αύριο Τετάρτη, όταν και οι επιχειρήσεις θα έχουν δηλώσει τα αποθέματα σε σειρά προϊόντων, βάσει της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης που θεσπίστηκε πρόσφατα. Βεβαίως, η δήλωση των αποθεμάτων, για να είναι πλήρως αποτελεσματική, θα πρέπει να συνοδεύεται και από τους κατάλληλους ελέγχους για να διαπιστωθεί η ακρίβεια των στοιχείων που έχουν υποβάλει οι επιχειρήσεις.
Από την άλλη δεν λείπουν και παράγοντες της αγοράς οι οποίοι αποδίδουν στις καταγγελίες άλλα κίνητρα, όπως για παράδειγμα τη δικαιολόγηση υπερβολικών ανατιμήσεων στο επόμενο στάδιο, ή την επίκληση υπερβολικής επιβάρυνσης προκειμένου να μην ικανοποιηθούν αιτήματα για μεγαλύτερες τιμές προς προμηθευτές.
Σύμφωνα, λοιπόν, με ανακοίνωση που εξέδωσε χθες το Ινστιτούτο Ελληνικού Γάλακτος (ΙΕΓ), το οποίο εδρεύει στις Σέρρες, η τιμή του καλαμποκιού και της σόγιας αυξήθηκε κατά 100% και 70% αντιστοίχως, σε σχέση με τις τιμές που είχαν ένα χρόνο πριν. «Αυτή η αύξηση των τιμών δεν δικαιολογείται από τις αυξήσεις της ενέργειας ή των λιπασμάτων που απαιτούνται για την καλλιέργειά τους», υποστηρίζει το ΙΕΓ, προβάλλοντας δύο επιχειρήματα από την ανάλυση που έκανε στον νομό Σερρών:
α) Το καλαμπόκι και η σόγια που διατίθενται σήμερα είναι σοδειάς του 2021 και φέρουν τα κόστη του 2021, προ των αυξήσεων σε ενέργεια και λιπάσματα.
β) Οι αυξήσεις στο κόστος παραγωγής του καλαμποκιού της σοδειάς 2022 εκτιμώνται στο 34% σε σύγκριση με το κόστος του 2021. Δεν δικαιολογείται λοιπόν μια αύξηση τιμής της τάξης του 100%.
Το Ινστιτούτο Ελληνικού Γάλακτος είναι μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με έδρα τις Σέρρες. Στην πραγματικότητα πρόκειται για πρωτοβουλία της γαλακτοβιομηχανίας Κρι Κρι που βρίσκεται στις Σέρρες και αναπληρωτής διαχειριστής του είναι ο επικεφαλής της Κρι Κρι, Παναγιώτης Τσινάβος.
Τεχνητές ελλείψεις σε ζωοτροφές από την πλευρά εμπόρων του κλάδου, προσδοκώντας στην πώληση αργότερα σε ακόμη υψηλότερες τιμές, καταγγέλλουν από την πλευρά τους και εκπρόσωποι πτηνοτροφικών επιχειρήσεων.
Το πρόβλημα ειδικά με το καλαμπόκι, η τιμή του οποίου έχει φτάσει, όπως αναφέρουν κτηνοτρόφοι, στα 0,40 ευρώ/κιλό από 0,25 ευρώ/κιλό πέρυσι, έχει πολλές αιτίες. Κατ’ αρχάς η Ελλάδα εισάγει, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για το ισοζύγιο σιτηρών, περίπου το 30% των αναγκών της σε καλαμπόκι εκ των οποίων περίπου το 95% χρησιμοποιείται στις ζωοτροφές. Η εξάρτηση, λοιπόν, από τις εισαγωγές είναι πολύ σημαντική και πρόκειται για εισαγωγές κυρίως από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. To 2021 πάντως, η Ελλάδα αύξησε κατά 787% σε ποσότητα τις εισαγωγές καλαμποκιού από τη Ρωσία σε σύγκριση με το 2020, εισάγοντας 135.000 τόνους. Εισαγωγές από τη Ρωσία δεν γίνονται, ενώ οι τιμές σε Ρουμανία και Βουλγαρία έχουν αυξηθεί επίσης σημαντικά. Η εξάρτηση από τις εισαγωγές οφείλεται στη σημαντική μείωση της εγχώριας παραγωγής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) το 2011 είχαν καλλιεργηθεί 2,12 εκατ. στρέμματα με καλαμπόκι και η παραγωγή ανερχόταν σε 2,28 εκατ. τόνους. Το 2019 καλλιεργήθηκαν 1,09 εκατ. στρέμματα και η παραγωγή ήταν 1,28 εκατ. τόνοι. Μέσα δηλαδή σε 8 χρόνια η εγχώρια παραγωγή έχει μειωθεί στο ήμισυ.
Δεύτερον, η επόμενη σοδειά αργεί ακόμη, καθώς η συγκομιδή γίνεται την περίοδο Σεπτεμβρίου - Νοεμβρίου. Σε ό,τι δε αφορά τις τεχνητές ελλείψεις, αυτό που επισημαίνουν στην «Κ» γνώστες της αγοράς εισροών είναι ότι αρκετοί έμποροι πουλάνε μόνο σε δικούς τους πελάτες, καθώς τους ενδιαφέρει κυρίως η επαναληψιμότητα των πωλήσεων. Επιπλέον, προχωρούν σε πώληση σε υψηλές τιμές ζωοτροφών που έχουν αγοράσει αρκετά χαμηλότερα, με το επιχείρημα ότι θέλουν να καλύψουν το λεγόμενο κόστος αντικατάστασης. Με άλλα λόγια, επειδή οι επόμενες ποσότητες που θα προμηθευτούν από το εξωτερικό θα είναι σε υψηλότερες τιμές, πουλάνε και αυτές που ήδη είχαν, ακριβότερα!
Η πλατφόρμα
Μέχρι αύριο θα πρέπει οι επιχειρήσεις να δηλώσουν τα αποθέματα που έχουν σε δημητριακά, άλευρα, σπορέλαια (όχι ελαιόλαδο), λιπάσματα, πρώτες ύλες λιπασμάτων κ.ά., ενώ στη συνέχεια υποχρεούνται να τα δηλώνουν τουλάχιστον μία φορά ανά 5 εργάσιμες ημέρες. Ειδικά οι φούρνοι είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν τα άλευρα εάν έχουν απόθεμα πάνω από 500 κιλά, ενώ τα σούπερ μάρκετ υποχρεούνται να δηλώνουν μόνο τα αποθέματα σε ηλιέλαιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση του ηλιελαίου και των άλλων σπορελαίων δηλώνονται τα αποθέματα για μόλις 100 λίτρα και άνω.
Δήμητρα Μανιφάβα Καθημερινή