
Το βαμβάκι καλλιεργείται στη Βουλγαρία όταν τη δεκαετία του ’70 δεν «ανέβαινε» πάνω από τη Λάρισα, το αβοκάντο μετά την Κρήτη «φτάνει» και στην ηπειρωτική χώρα. Η άνοδος της θερμοκρασίας έχει ήδη μεταβάλει το τοπίο της παραγωγής και φέρνει πολύ περισσότερες αλλαγές. Παράλληλα, λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων, ο αγροτικός τομέας της Ε.Ε. χάνει περισσότερα από 28 δισ. ευρώ ετησίως, ήτοι το 6% της ετήσιας αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής της Ενωσης.
«Παλιά σπέρναμε και λέγαμε “έλα, μωρέ, θα κάνει και δυο - τρεις βροχές και κάπως θα ποτιστούν, δεν μπορεί”. Και κάπως τελικά έβρεχε και καταφέρναμε να βγάλουμε τη χρονιά», θυμάται ο πρόεδρος του ΤΟΕΒ Αλιάκμονα Σωτήρης Παπαδόπουλος, καλλιεργητής και ο ίδιος στην Καστοριά. «Την τελευταία πενταετία η “ευχή” δεν πιάνει. Και οι εκτάσεις που καλλιεργούνται μειώνονται διαρκώς γιατί οι αγρότες δεν αντέχουν να το ρισκάρουν. Τα έξοδα πια είναι πολλά και αν δεν έχεις μία χρονιά σοδειά καταστράφηκες», περιγράφει. «Και εμείς ως οργανισμός δεν έχουμε νερό και από εκεί που ποτίζαμε 4.000 στρέμματα, τώρα δίνουμε μόνο σε 1.500», παραδέχεται.
Η κύρια και διάσημη καλλιέργεια στην περιοχή είναι τα αναρριχώμενα φασόλια Καστοριάς, που όπως όλα δείχνουν δεν θα δώσουν καρπό φέτος. «Τα φασόλια έχουν τέσσερα στάδια ανθοφορίας και όταν βγάλουν άνθη αν η θερμοκρασία ανέβει πάνω από 33 βαθμούς καίγονται. Τις τρεις πρώτες περιόδους τις χάσαμε. Τώρα έχουμε μια μικρή ελπίδα να δούμε αν θα ανθοφορήσουν τα φυτά μέχρι τις 10 Αυγούστου και αν έχει δροσιά βέβαια», λέει ο κ. Δημήτρης Λαζαρίδης, παραγωγός και πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Πενταβρύσου Καστοριάς. Ομως το κόστος για την καλλιέργεια είναι μεγάλο, φθάνει στα 800 ευρώ το στρέμμα, οπότε αν δεν έχεις παραγωγή..
Οι αγρότες που καλλιεργούν φασόλια όταν δουν το θερμόμετρο να ανεβαίνει εύχονται να φθάσει πάνω από 40, γιατί μόνο τότε υπάρχει περίπτωση να αποζημιωθούν για την παραγωγή τους. «Τις προηγούμενες ημέρες του καύσωνα σε ένα σταθμό έδειξε 40,2 βαθμούς, οπότε έγινε αναγγελία και θα έρθει ο ΕΛΓΑ να εκτιμήσει τη ζημία», εξηγεί ο κ. Λαζαρίδης.
Είναι η τρίτη κατά σειρά χρονιά που τα φασόλια Καστοριάς έχουν πρόβλημα με τις υψηλές θερμοκρασίες και έτσι όλο και λιγότερα στρέμματα σπέρνονται κάθε χρόνο. «Προς το παρόν το παλεύουμε γιατί είναι ένα προϊόν που χαρακτηρίζει την Καστοριά. Αλλά αν συνεχίσουμε έτσι, θα πρέπει να επανεξετάσουμε τι θα κάνουμε», καταλήγει ο παραγωγός.
Στην περιοχή έχει να βρέξει δύο μήνες και έτσι οι παραγωγοί που έχουν βάλει τριφύλλι για ζωοτροφή δεν θα καταφέρουν να κόψουν δεύτερο χέρι και το εισόδημά τους θα περιοριστεί κατά πολύ. Μειωμένη θα είναι και η σοδειά σε καρύδια και αμύγδαλα λόγω αυτή τη φορά του παγετού που επικράτησε την άνοιξη.
Ο καύσωνας παίζει ρόλο όχι μόνο στον όγκο της παραγωγής αλλά και στην ποιότητα του προϊόντος. «Τα φρούτα βράζουν από τη ζέστη και μετά δεν είναι πια εμπορεύσιμα», λέει ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Μηλοπαραγωγών Κισσάβου, Γιώργος Ζέικος. «Ακόμη χειρότερα, η θερμοκρασία το βράδυ δεν έπεφτε κάτω από τους 33 βαθμούς Κελσίου και έτσι τα δέντρα δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα για να συνεχίσουν την επόμενη ημέρα», προσθέτει. Ηδη η παραγωγή αναμένεται μειωμένη γιατί, εξαιτίας των άκαιρων βροχοπτώσεων την άνοιξη και του αέρα, οι μέλισσες δεν μπορούσαν να κινηθούν εύκολα και να κάνουν τη δουλειά της γονιμοποίησης. Αγρότες από διάφορες περιοχές της χώρας εξηγούν ότι η παραγωγή τους έχει μειωθεί δραματικά και σε κάποιες περιπτώσεις ίσως και να μην έχουν τελικά συγκομιδή.
Ο παρατεταμένος καύσωνας των προηγούμενων ημερών προκάλεσε προβλήματα σε πολλές καλλιέργειες σε όλη τη χώρα, σε συνδυασμό μάλιστα με την έλλειψη νερού που δεν επιτρέπει τον δροσισμό και τη θερμορρύθμιση των φυτών. Δενδρώδεις καλλιέργειες και σταφύλια σε πολλές περιοχές έγιναν «φουρνιστά», όπως λέει ο πρόεδρος της Ενωσης Μικρών Συνεταιρισμών της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), Μύρων Χιλετζάκης.
Τα πολύ ζεστά καλοκαίρια δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά μια συνέπεια της κλιματικής κρίσης που τείνει να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Ο φετινός Ιούνιος είναι ο δεύτερος πιο ζεστός Ιούνιος της τελευταίας πεντηκονταετίας μετά τον περυσινό που ήταν ακραία ζεστός, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Λαγουβάρδο, διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Ομως, όπως ο ίδιος σημειώνει, «από το 2021 και μετά τα καλοκαίρια έχουμε πολύ μεγάλες περιόδους υψηλών θερμοκρασιών που έχουν μεγάλες αποκλίσεις από τις φυσιολογικές για την εποχή θερμοκρασίες, έστω και αν αρχίζουμε να τις συνηθίζουμε». Παράλληλα έχουμε και λιγότερες βροχοπτώσεις, ειδικά στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, στην Ανατολική Στερεά και στην Κρήτη. Τα ευκαιριακά μέτρα ή οι αποζημιώσεις σε λίγο δεν θα επαρκούν για να εξασφαλισθούν οι σοδειές και το εισόδημα των αγροτών.
Ο συνδυασμός θα φέρει «καλλιέργειες-μετανάστες» από τα νότια, επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτρης Μπιλάλης. «Οι ιστορικά δικές μας καλλιέργειες θα μετακινηθούν βορειότερα και εμείς θα καλλιεργούμε φυτά τα οποία ευδοκιμούσαν μόνο σε χώρες που βρίσκονται νοτιότερα της δικής μας», προβλέπει ο κ. Μπιλάλης.
«Το βαμβάκι, για παράδειγμα, καλλιεργείται πλέον στη Βουλγαρία, όταν τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 η καλλιέργειά του δεν ανέβαινε πάνω από τη Λάρισα. Ηδη το αβοκάντο καλλιεργείται στην Κρήτη και σιγά σιγά η καλλιέργειά του περνάει και στην ηπειρωτική χώρα. Επίσης καλλιεργούμε πλέον κινόα σε αρκετές χιλιάδες στρέμματα. Και ίσως να μην αντέχει πλέον το δικό μας βαμβάκι στην Ελλάδα με βάση τις κλιματικές συνθήκες που φέρνει η κλιματική κρίση, αλλά θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε ποικιλίες αιγυπτιακού βαμβακιού», περιγράφει.
Η έλλειψη νερού περιορίζει τις ποτιστικές καλλιέργειες τα τελευταία χρόνια, όπως καλαμπόκι και σιτάρι, και αυτό μπορεί να επηρεάσει τη διατροφική ασφάλεια τη χώρας μας, προσθέτει ο κ. Μπιλάλης. «Οι μεγάλοι καύσωνες μειώνουν τις αποδόσεις και αυτό φέρνει σοβαρά προβλήματα στη διαθεσιμότητα των προϊόντων και άρα και στις τιμές», συμπληρώνει.
Κεντρικός σχεδιασμός
Ο καθηγητής επισημαίνει ότι για να προσαρμοσθούμε αλλά και να αντιμετωπίσουμε τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται χρειάζεται να υπάρξει ένας κεντρικός σχεδιασμός για τις καλλιέργειες της επόμενης ημέρας στην Ελλάδα. «Ισως μάλιστα είναι ακριβώς η στιγμή να κάνουμε κάτι τέτοιο –αφού δεν έγινε δύο δεκαετίες νωρίτερα, όπως θα έπρεπε–, εφόσον τώρα συζητούνται οι αλλαγές στην ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) που θα ισχύσουν από το 2028-2035. Ο κόσμος θα συνεχίσει να καλλιεργεί, αλλά όχι τις ίδιες καλλιέργειες ή όχι τις ίδιες ποικιλίες», καταλήγει ο κ. Μπιλάλης.
Βαμβάκι καλλιεργείται στη Βουλγαρία, όταν τη δεκαετία του ’70 δεν «ανέβαινε» πάνω από τη Λάρισα, ενώ το αβοκάντο μετά την Κρήτη «φθάνει» και στην ηπειρωτική χώρα, επισημαίνει ο καθηγητής Γεωργίας Δημήτρης Μπιλάλης.
Τάνια Γεωργιοπούλου, Καθημερινή