Η ανάκαµψη των επενδύσεων στην Ελλάδα σε ένα επίπεδο κοντά σε αυτό της υπόλοιπης Ευρωζώνης αποτελεί κατά την Goldman Sachs µια από τις µεγαλύτερες προκλήσεις για τη χώρα καθώς και το «κλειδί» για τη διασφάλιση των µεσοπρόθεσµων προοπτικών της ελληνικής οικονοµίας. Η αµερικανική τράπεζα εκτιµά πάντως πως από φέτος θα ξεκινήσει µια επενδυτική «έκρηξη» στη χώρα, κάτι το οποίο βέβαια προϋποθέτει την επιτάχυνση της εφαρµογής των µεταρρυθµίσεων που βασίζονται στο Ταµείο Ανάκαµψης.

Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Goldman Sachs σε νέα της έκθεση, η οικονοµική δραστηριότητα στην Ελλάδα παραµένει ανθεκτική, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας άρχισε να αυξάνεται ξανά µετά την πανδηµία, έπειτα από πτώση για σχεδόν µία δεκαετία. Την ίδια στιγµή, η απασχόληση και η βιοµηχανική παραγωγή συνέχισαν να αυξάνονται και τώρα βρίσκονται µόνο 3% και 10%, αντιστοίχως, κάτω από την κορυφή πριν από την παγκόσµια χρηµατοπιστωτική κρίση, ενώ το ποσοστό απασχόλησης κινείται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 ετών. Ωστόσο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι περίπου 15% χαµηλότερο σε σχέση µε το επίπεδο πριν από την παγκόσµια χρηµατοπιστωτική κρίση του 2008 και οι επενδύσεις παραµένουν 30% χαµηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Κατά την άποψή της, ωστόσο, η ελληνική οικονοµία βρίσκεται σε ισχυρή θέση φέτος ώστε να εδραιώσει την αναπτυξιακή δυναµική και να επιταχύνει τις επενδύσεις.

Οι εκταµιεύσεις του Ταµείου Ανάκαµψης θα κορυφωθούν το 2024, όπως τονίζει η αµερικανική τράπεζα, φτάνοντας τα 9 δισ. ευρώ (4% του ΑΕΠ), και το ελληνικό πρόγραµµα από φέτος θα στρέφεται όλο και περισσότερο προς τη στήριξη κεφαλαιουχικών δαπανών. Εάν το πρόγραµµα υλοποιηθεί πλήρως, η ώθηση του Ταµείου Ανάκαµψης στις επενδύσεις θα µπορούσε να είναι πολύ µεγάλη, της τάξεως του 1,7%, όπως εκτιµά, ενώ υπό σχετικά πιο προσεκτικές παραδοχές (80% υλοποίηση του προγράµµατος) οι επενδύσεις θα µπορούσαν να αυξηθούν µε διπλάσιο ρυθµό από την υπόλοιπη Ζώνη του Ευρώ τόσο το 2024 όσο και το 2025.

Η αποκατάσταση ενός επιπέδου ετήσιων επενδύσεων το οποίο πλησιάζει τον µέσο όρο της Ευρωζώνης είναι απαραίτητη ώστε να διασφαλιστούν οι θετικές µεσοπρόθεσµες προοπτικές της ελληνικής οικονοµίας και αυτό θα µειώσει τον αρνητικό αντίκτυπο από το δηµογραφικό, τονίζει η Goldman. Οπως επισηµαίνει, ο ελληνικός πληθυσµός έχει µειωθεί κατά σχεδόν 5% τα τελευταία 10 χρόνια και η δηµογραφική ευπάθεια παραµένει βασική πρόκληση για την Ελλάδα. Ωστόσο, χάρη σε µια ανθεκτική αγορά εργασίας, ο λόγος εξάρτησης ηλικίας έχει βελτιωθεί σηµαντικά την τελευταία δεκαετία. Η αµερικανική τράπεζα αναµένει ότι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες θα µειωθούν ως ποσοστό του ΑΕΠ µέχρι το τέλος της δεκαετίας, προτού επιδεινωθούν από το 2030 και µετά, και θα παραµείνουν σχετικά κοντά στον µέσο όρο της Ευρωζώνης µακροπρόθεσµα.

Παράλληλα, σύµφωνα µε τους υπολογισµούς της Goldman, οι εποικοδοµητικές µακροοικονοµικές προοπτικές της Ελλάδας υποστηρίζουν τη σηµαντική περαιτέρω µείωση του δείκτη του ελληνικού χρέους. ∆εδοµένου ότι η στήριξη του Ταµείου Ανάκαµψης πρόκειται να επιταχυνθεί το 2024, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα παραµείνει σε πτωτική πορεία και το ελληνικό δηµόσιο χρέος θα µειωθεί κατά περισσότερο από 30% του ΑΕΠ µέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, όπως εκτιµά.

Ελευθερία Κουρταλή, Καθημερινή